United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναχωρήσας, ως πάντοτε ποιούσιν οι Ανατολίται, πρωί με την αύραν την δροσεράν, ο Ιησούς έπλευσε, κατά πάσαν πιθανότητα εις το μεσημβρινόν της λίμνης, και είτα κατήλθε την κοιλάδα του Ιορδάνου, οπόθεν, αφήσας το Θαβώρ δεξιόθεν, θα έφθασεν εις το μικρόν χωρίον ολίγον μετά την μεσημβρίαν.

Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του υπηρέτη τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: οι ευγενικές του κυράδες ξανανιώνουν, ξανασηκώνονται και πετούν σαν τους αετούς που ξανάβγαλαν φτερά. Το σπίτι τους ξαναγεννιέται από τα ερείπιά του και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.

Ο Έφις τον κοίταζε χωρίς να απαντά και τον άφησε να τον σύρει μες στο σοκάκι μέχρι επάνω, μέχρι μια μικρή αυλή κλεισμένη ανάμεσα σε δυο σπίτια πάνω από την κοιλάδα. Ένας άντρας, ένας αστός κοντός, σχεδόν νάνος, με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και χλωμό πρόσωπο, έβγαζε νερό από το πηγάδι και ο Τζατσίντο τον σύστησε σαν τον σπιτονοικοκύρη του. «Πρέπει να σου μιλήσω», είπε ο Έφις. «Σ’ ακούω, μίλησε

Η οδός διά το Κάστρον, εάν εκατηφόριζαν κατ' ευθείαν από της κορυφής του Αγίου Κωνσταντίνου εις την κοιλάδα την καλουμένην «τ' Αρβανίτη», ήτο πολύ συντομωτέρα, αλλ' ο γέρω-Σολμάν, επειδή είχε βάλει σημάδι την υψηλοτέραν κορυφήν, την Καραφιλτζανάκαν λεγομένην, τους ωδήγησεν ανατολικώτερον, προς τα δεξιά, και κατήλθον εις την ωραίαν γραφικήν τοποθεσίαν του Προφήτου Ηλιού, όπου έπιον ύδωρ δροσερόν εκ της κρήνης της διαυγούς, υπό την αμφιλαφή σκιάν γιγαντιαίων πλατάνων.

Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση.

Ολίγαι υπάρχουσιν εν τοις Ευαγγελίοις εικόνες καταπληκτικώτεραι ή αύτη, ότε ο Ιησούς απέρχεται εις τον θάνατόν Του, και βαδίζει μόνος ανά την οδόν εις την βαθείαν κοιλάδα, ενώ όπισθέν Του εν εμφόβω ευλαβεία και μετά μεμιγμένων προβλέψεων φόβου και ελπίδος, με τους οφθαλμούς προσηλωμένους επ' Αυτόν, καθώς με κεκυφυίαν κεφαλήν προεπορεύετο αυτών εν όλω τω μεγαλείω της λύπης, ηκολούθουν οι μαθηταί και δεν ετόλμων να διαταράξωσι τας μελέτας Του.

Και ανέβαινε και ανέβαινε τη δημοσιά, γκρίζα στην αρχή, έπειτα λευκή, έπειτα ρόδινη. Η αυγή έμοιαζε να αναδύεται από την κοιλάδα σαν ένας κόκκινος καπνός που σκέπαζε τις φανταστικές βουνοκορφές στον ορίζοντα.

Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

Και θνητός άνθρωπος δεν ηδύνατο ν' αναβή εκεί, ουδέ να καταβή, εκτός αν ήτον ουρανοπετής. «Ουδέ κεν αμβαίη βροτός ανήρ, ου καταβαίη». Και τ' άντρα τριγύρω εφύσων ως κινύραι της νυκτός εις το σκότος, κ' η ηχώ έμελπε τους στρυφνούς διφορουμένους χρησμούς της. «Εθέλω ειπείν τιτι; — Λέξον ως &ερώ& — ερώ». Και τα άστρα κατέφεγγον όλην την κοιλάδα, ως αφιερωμένα, και .... ο γαλαξίας, κ' η Πήχη, και η Πούλια, και τ' Αμάξι, και οι δύο Αδελφοί, οπού τελευταίοι εβασίλευον πέραν εκεί, εις τα καταμέλανα βουνά της Στερεάς, εις τα ανάβαθρον του ουρανού, το Πήλιον.

Τέλος πάντων εβγήκε επάνω εις την υψηλήν ράχην· αι χλοεραί βοσκαί κατήρχοντο βυθιζόμενοι προς την κοιλάδα της πατρίδος του· ο αήρ ήτο ελαφρός, ο νους ήτο ελαφρός· όρος και κοιλάς απήστραπτον εν πλησμονή με άνθη και χλόην. Η καρδία του ήτο γεμάτη αίσθημα νεότητος, εις την οποίαν σκέψις γήρατος και θανάτου είναι μακράν.