United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και φόρεσε γοργά στα στήθια το σκουτί του, κι' ώρια σαντάλια αμπόδεσε στα παχουλά του πόδια, και τη φλοκάτα στο κορμί θηλύκωσε, ποδήσα διπλή άλικη, και κατσαρά μαλλιά 'ταν φορτωμένη. Και πήρε το πολεμικό κοντάρι, μυτωμένο 135 με κοφτερό χαλκό, κι' εφτύς κινάει ομπρός στα πλοία. Πρώτονε πήγε ο γέροντας και σήκωσε απ' τον ύπνο τον άξιο του Λαέρτη γιο, το θεϊκό Δυσσέα, με μια φωνή.

Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες έβαπτον το μ' ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν.

Μα έχουμε κι άλλα σημάδια της κοινωνίας εκείνης. Ξέρουμε λόγου χάρη πως οι ακόλουθες της Αυτοκρατόρισσας, αντίς να φορούνε μαγουλήκα καθώς οι συσταζούμενες οι Χριστιανές των καιρών εκείνων, προτιμούσανε να στρίβουν κατσαρά με πυρωμένα σίδερα και να τα κατεβάζουνε στο μέτωπό τους, καθώς φαίνεται έκαμναν οι γυναίκες του δρόμου. Μα μας έμειναν κι άλλα πάμπολλα, και μέρος θα ιστορηθούνε σε λίγο.

Μπορεί η 'μέρα νύχτα να γενή, μα συ εκείνο που θες· μουλάρι στην επιμονή! Οι ανωτέρωΕυνίκη. Γεμάτη βραχιόλια και δαχτυλίδια. Φορεί περιδέραια και τα σκουλαρίκια της πέφτουνε και απλώνονται στους ώμους. Το χτένισμά της αψηλό σαν τιάρα, γιομάτο κατσαρά πρόσθετα και ολόκληρο το σύνολο είνε πασπαλισμένο από σκόνη ασημένια. Τα μάτια της δείχνουν βαμμένα γύρω με χρώμα γλαυκό. Περπατά σαν φείδι.

Όταν συχνάπυκνά εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό.

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....

Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω απ'τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του. Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάι ή καμμιανή της κόρη να σου βαστήξη συντροφιά.

Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή, και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορφή, εκατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζη δροσερόμεταξωτό απάνω σε μελαχροινό κεφαλοκόλωνο.