United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα. Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης, Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο. Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του... 'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.

Πιστεύουν ακόμη, ότι το φως αυτού του κηριού τυφλόνει και τον Δράκοντα, που φυλάει τους υπόγειους θησαυρούς. Πιστεύεται, ότι ένα αυγό της μονομερίδας από όσα κάνει, βγάζει φείδι με δύο κεφάλια: τα ένα στη φυσική του θέση, και το άλλο στην ουρά. Η οχιά είναι το φαρμακερώτερο φείδι του κόσμου. Ο λαός λέγει: « Όποιον φάγη η οχιά, «Ούτε κρίση, ούτε λαλιά

Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι, Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι, Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια, Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη, Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος.... Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο, Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια, Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες, Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του, Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία.... Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου, Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι, Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια, Σβαρνίστηκε σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω, Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια, Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του... Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι, Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι, Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!

Δεν τον ετρόμαξε ο γκρεμός, κι’ ουδέ το μαύρο σπήλιο... Δένει στες πλάτες του γερά το φοβερό κοντάρι, Κι’ αρχίζει απάνω στο γκρεμό, σα φείδι, να κολλάη.... Πότε αναιβαίνει δέκα οργυές και πότε πέφτει δέκα.... Ξαναναιβαίνει, προχωρεί και πάλι ξαναπέφτει.... Αρχίζει ν’ απελπίζεται, φωνάζει, βλαστημάει... Τρέχει ο ίδρος απάνω του κι’ οι φλέβες του χτυπούνε, Σα να είταν φείδια ζωντανά και θέλαν να τον πνίξουν... Κάθεται ξεκουράζεται, ξαναρχινάει πάλι, Κι’ αγάλια-αγάλια προχωρεί, σιγά-σιγά αναιβαίνει.

Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;

Σαν το πουλί τριγύρω στο φείδι στρεφογυρίζει ο νους μου. Αχ, και να είταν ο Χάρος αυτό το φείδι! Είνε ο πόνος, ανάθεμά τον, ο πόνος! Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι αυτός βασιλεύει. Να τους σκοτώσω, θα πης! Να τους σκοτώσω, να βουβαθούν αυτές οι χαρές. Ψεύτρα, παρηγοριά! Που σκοτώνει του αλλονού τη χαρά, ζωντανεύει τον πόνο του. Απελπισιά, απελπισιά, και τίποτις άλλο. Αυτή θα είνε η αγάπη μου εμένα.

Όσο για την πυρκαγιά της βραδινής εκείνης, φαίνεται πως άρχισε από τον πατριαρχικό θρόνο της Αγιά Σοφιάς, και φούντωσαν οι φλόγες κι ανεβήκανε, λέει, στη στέγη στρεφογυριστά σα θεόρατο φείδι. Φυσώντας κι ο άνεμος δυνατά, δεν άργησε να φέρη τις φλόγες νότια κατά το Σενάτο. Ξολοθρεύτηκαν τότες κάμποσα καλλιτεχνήματα, οι Εννιά οι Μούσες το σπουδαιότερο.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Αυτός τη γλώσσα μέσ' στο αίμα σας θα βρέξη των σκυλιών του δρόμου! Ο Χριστός θα κάνη να ραγίσουνε η πέτρες και να τρέξη μέλι, τους πιστούς για να χορτάση. Τα χώματα θα γλύψετε σεις οι εχθροί του. Πάνω από τα πτώματα βοάνε τα κοράκια. Πώς δεν τ' ακούτε. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα τον σφάξω, τη γης από να τέτοιο φείδι ν' απαλλάξω. ΕΥΝΙΚΗ. Έπιν' αυτός στο ίδιο με τα μας ποτήρι.

Η ΣΚΛΑΒΕΣ. Βοήθεια! ΣΚΛΑΒΑ Τη δαγκώνει το φείδι!.. ΣΚΛΑΒΑ. Την εδάγκωσε!. . . ΣΚΛΑΒΑ. Θα ξεψυχήση!. . . Άφησέ με να πεθάνω! Φάνηκε ή ακόμη; Για κρυφοκύτταξε από την πόρτα. . . Άφησε να με δαγκώση!. . . Θαρρώ πως έρχεται! Ευνίκη! Θέλω να με θανατώση το φαρμάκι του, αφού τη γνώμη δεν μπορώ του Καίσαρα ν' αλλάξω. . . ΓαλέριοςΣκλάβεςέπειτα Πρίσκιλλα. Ευνίκη, άφησε της τρέλλες!

Όποιος ποθεί να γλυκαθή, μ' εμέ ναρθή να κοιμηθή.— Η κάθε νηά δεν ξέρει πώς να τα καταφέρη, και ξέρει τα τερτίπια μόνο η γρηά η τρύπιαΟύτ' από μένα πειό καλά ξέρει καμμία να κολλά στο φίλο, που θα λαχταρά και θα τον σφίξη μια φορά. Η άλλες κάνουν και φτερά. Φείδι στην κλίνη θ' απαντήσης, κι' αν έχης όρεξι για τη δουλειά, πιάσ' το και σφίξε το στην αγκαλιά να το φιλήσης!