United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γιαγιά, γρηά γυναίκα, ενενήντα χρόνων δεν μπορεί να είναι ανήμπορη, γιατί ο πατέρας θυμόνει. Μη μιλήσετε, θα θυμώση. Μη γελάσετε, θα του πιάσουν τα νεύρα του. Μην πήτε αυτό, μη κάμετε εκείνο κρυφά από δω, μυστικά από κει, ψέματα αιωνίως. Τώφερεν ο έμπορος μ' αυτό το λογαριασμό. Είπεν ότι το εδιάλεξεν η μητέρα σας. Ο λ γ ί ν α. Πέντε πήχες, πέντε λίρες. Έ μ μ α. Ά! Τι ωραία!

Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.

Μα ο Αίας ο τρανόκαρδος δεν έστεκε εκεί χάμου 674 να πολεμήσει όπου οι λοιποί Αργίτες πολεμούσαν, Μον με μεγάλα βήματα τα ξύλα δρασκελούσε του πλοίου, σιώντας ναφτικό στις χούφτες του κοντάρι, πήχες εικοσιδιό μακρύ ζουναροκολλημένο. 678 Κι' όλο στους άντρες έβαζε φωτιά θεριοφωνώντας 732 «Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια, σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια!

Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κυττάζη ανήσυχος από το παράθυρον. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκύτταζε, δεν έβλεπε τίποτε.

Ερχούμαστε τώρα στη δυτική την πλευρά του «Αυγουσταίου». Απ' άκρη ως άκρη αυτής της πλευράς, και κατάντρικρυ στα τρία χτίρια που περιγράψαμε, είταν το περιξάκουστο το Ιπποδρόμιο, χτισμένο από το Σεπτίμιο Σεβήρο και καλλιτερεμένο τώρα από τον Κωσταντίνο. Ως εξακόσες σαράντα πήχες μάκρος κ' εκατόν εξήντα πλάτος.

Αν θέλης να το μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρηκατάμαυρη όπως ο έβενος. — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς. — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;

Θυμούμαι τι μου είπεν η μακαρίτισσα, εσυλλογίζετο, από μέσα της· μου είπε, ότιτην δυστυχία άλλη παρηγοριά μεγαλειτέρα από την δουλειά δεν υπάρχει, και πάλιν αν ευτυχήση κανείς η δουλειά είνε η καλλιτέρα του συντροφιά .. πρώτα-πρώτα θα υφάνω της μητέρας μου ένα φόρεμα δια να μην κρυώνητο ποτάμι, όταν πηγαίνη... έπειτα, θα ενδύσω τα αδέλφια μου... έπειτα θα δώσω και ολίγες πήχες πανίτο μικρό παιδάκι της γειτόνισσας μας... αυτό έκαμνεν η γιαγιά μου, και αν γίνη ο εργαλειός δικός μου, πρέπει να κάμνω και εγώ, όπως έκαμνεν εκείνη.