United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, πούχε φορτωμένο τον αφέντη του.

Στο ένα διάσελο εδώ ταιριαστό αντρόγυνο εφιλιώταν με πόθο και στο άλλο εκεί, γέροντας ξαπλωμένος στο ηλιοπύρι ερρουφούσεν ευτυχισμένος μακρύ τσιμπούκι και παρέκει δουλεύτρα λυγερή εμασούριζε στην ανέμη της· στο 'δώθε βουνό ανέβαινε γάμου συμπεθεριό λαμπροντυμένο με τα στεφάνια και τα φλάμπουρα· και στο 'κείθε ερροβόλα νεκροπομπή με τους σταυρούς και τα ξεφτέρια της.

Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι, Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι, Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια, Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη, Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος.... Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο, Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια, Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες, Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του, Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία.... Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου, Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι, Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια, Σβαρνίστηκε σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω, Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια, Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του... Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι, Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι, Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!

Έπρεπε να είνε δικό του ξύλο, να του μιλήση στην ψυχή για να το γνωρίσουν τα μάτια του στην κατάστασι που ήταν. Ούτε κατάρτια, ούτε πανιά, ούτε σκαφίδι απόμενε πλέον. Μόνον η πρύμη του κ' εκείνη ξεσκλισμένη, εκρατιόταν απελπιστικά σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες.