United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δε ήνοιξαν το παραπέτασμα του παραθύρου, βλέμμα μελαγχολικόν έρριψεν ο γέρων εις τα άνθη και εις τα δένδρα του κήπου του. Και τα μεν άνθη μαραμμένα παρουσιάσθησαν εις τους οφθαλμούς του· κατάχλωμα δε τα φθινοπωρινά φύλλα το έν μετά το άλλο έπιπτον κατά γης. Ούτως, είπε τότε ο γέρων, πίπτουν και οι άνθρωποι από το δένδρον της ζωής, σήμερον ο είς και αύριον ο άλλος.

Επηδοϋσαν όξω στο προάβλιο κατάχλωμα ξεσαρκωμένα σκέλεθρα, που εφάνταζαν ισκιώματα στεγνά, θαμένα ολοζώντανα στης πείνας και της γύμνιας τα πεντασκότεινα κατάβαθα. Όλοι αρρωστημένοι και χλωμοί, και όλοι κιτρινισμένοι, χαλκοπρόσωποι. Όλοι καμπουριασμένοι, αναιμικοί, και όλοι χτικιασμένοι, θειαφοχρώματοι.

Εγώ εκεί μέσα; Χίλιες φορές καλλίτερα εκειδά κάτω· δείχνοντας κατά την εκκλησιά, που είταν και τα μνημούρια. Πάμε όξω, στη μοναξιά. Εκεί που δε βλέπουμε και μούτρα να τα ντρεπούμαστε. Και λέγοντάς τα αυτά, κατρακύλησαν και δυο κόμποι από τα ξαγρυπνισμένα του μάτια απάνω στα κατάχλωμα μάγουλά του.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.

Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.

Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου, θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα ‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν· κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου, ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου· τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα, ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.