United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος κατέστρεψε την οικογένεια…..» «Εάν δεν υπήρχε εκείνος, η αφεντιά σας δεν θα είχε γεννηθεί!» Ο Τζατσίντο σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι. Μάτια γεμάτα απελπισία. «Και γιατί γεννιόμαστε;» «Καλό και αυτό! Επειδή είναι θέλημα Θεού!» Ο Τζατσίντο δεν απάντησε∙ κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει.

Νομίζω ότι μάλωσαν, γιατί όταν βγήκε από εκεί τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν να είχε κλάψει. Η Γκριζέντα τον κοίταζε και γελούσε, αλλά έσφιγγε τα δόντια. Εκείνος είπε: είναι η τελευταία φορά που με βλέπουν.» Ο Έφις δεν έκανε άλλες ερωτήσεις.

Άκουγε τη φωνή του νέου όπως πριν λίγο άκουγε τον ήχο του ακορντεόν, και γελούσε από ευχαρίστηση, και όμως κατά βάθος ήθελε να κλάψει.

Τώρα για αφτόν στα πλοία ήρθα ως εδώ, και ξαγορά πολύτιμη σού φέρνω να ξαγοράσω το νεκρό. Μα τους θεούς σεβάσου ... πόνα κι' εμένα... όπως πονάς το γέρο σου πατέρα. Εγώ 'μαι πιο του λυπημού... όσα κανείς δεν είδε 505 πάθια τραβώ π' απ' το φονιά ζητάω του γιου μας χάρεςΕίπε, και πόθο τ' άναψε το γέρο του να κλάψει, κι' έσπρωξε αγάλια πιάνοντας τον Πρίαμο απ' το χέρι.

Τα πουλάκια απάνω απ' τα κλαδιά και οι κύκνοι μέσα απ' τα νερά μια μέρα, που είχε κλάψει πολύ, τη συμπόνεσαν κ' έσκυψαν πονετικά απάνω της. Και της είπαν όλα μαζή: — Μη κλαις, όμορφη βασίλισσα. Εμείς θα σου χαρίσωμε μια βασιλοπούλα, που τα κάλλη της δε μετασταθήκανε στον κόσμο. Η όμορφη βασίλισσα αναστέναξε βαθιά και δεν εμίλησε. Της φάνηκε πως ονειρεύεται.

Έτσι όχι! απ' τα σκυλιά άθρωπος την κάρα δε σ' τη σώζει, μηδέ κι' αν δέκα θησαβρούς κι' αν είκοσι μου φέρει κι' εδώ μετρήσει, και πολλά κατόπι κι' άλλα αν τάξει· 350 μήτε κι' ακόμα ο Πρίαμος με μάλαμα αν σε ζιάσει, ναι κι' έτσι νεκροστόλιστο δε θα σε κλάψει η μάννα στο στρώμα απάνου εσένανε, των σπλάχνων της το θρέμμα, Μον όρνια κάθε σου μπουκιά και μούργοι θα μοιράσουν

Τo φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα: ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο- ίδιο μάτι πούχει κλάψει Κ’ η Λιόλια; Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. . και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της-χωρίς κανείς να την προσέχη. . . Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα με δυο παππάδες κ' έναν ψάλτη: ήρθε κ' ένας άλλος, αψηλός και ξερακιανός σαν τσίρος, μ' ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν τόσες γυναίκες στο λείψανο!

Στην ψάθα να σε κλάψει δε θα σε βάλει η μάννα σου, μον το χοχλάτο ρέμα θα σε τραβήξει ως κάτου εκεί στης θάλασσας τον κόρφο. 125 Θα ρέβετε έτσι ως που μπροστά στο κάστρο σας να φτάστε, 128 φεβγάλα εσείς και πάντα εγώ λιανίζοντας ξοπίσω.

Κι' απ' το Βουπράσι οι Αχαιοί κατά την Πύλο τότες 760 λαλούσαν πίσω τ' άλογα, δοξολογώντας όλοι το γιο του Κρόνου απ' τους θεούς, το Νέστορα απ' τους άντρες. Έτσι είμουν, νιος κι' αν είμουνα! Μα απ' τ' Αχιλιά τη νιότη ψυχή στον κόσμο δε θα δει σταλιά καλό. Μα ας είναι! μετανιωμένος και πικρά θα κλάψει σα χαθούμε.

Στην αρχή δεν το πίστεψα· κιόταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καϋμός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στη ψυχή μου, να μείνη εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμμα ο θάνατος κείνος, που δεν τον πήγαιναν τα δάκρυά μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κιασήμαντα είχαν κλάψει. Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου: — Θωρείς τα 'δα; Η μάνα μου δεν είπε λέξη.