United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κάματος, η έκλυσις των δυνάμεων, ο φόβος υφ' ου κατείχετο, το αμυδρόν αλλ' επίμονον αίσθημα της ερημίας και της ελλείψεως ασύλου την ημπόδιζον, αποτελούντα φραγμόν εις τα διαβήματα αυτής. Ότε η πρώτη ακτίς της ηούς εφάνη, διαφωτίσασα το βαθύ σκότος της θυελλώδους νυκτός, τότε ήνοιξε και ο Πρωτόγυφτος τους οφθαλμούς. — Δεν εκοιμήθης, Αϊμά; τη είπεν. — Εκοιμήθην, απήντησεν η νέα.

Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων.

Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα, Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι, Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη Και καρτεράςτο διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις, Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης, Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια, Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.

Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο ήταν πολύ μακριά. Τόρα δεν έμοιαζε παρά με νυχτερίδα, της ερημιάς και των τάφων βασίλισσα, που σιγοπετά θεότυφλη μέσα σε χρυσορρόδινη ατμόσφαιρα. Κάπου άρχιζαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ' ουρανού, αργά όμως σαν να επάλαιβαν μεταξύ τους οι καιροί κ' έμενεν η Φύσις αναποφάσιστη ακόμη.

Η μορφή του η αγρία, εφάνη αγριωτέρα εν μέσω της ερημιάς και η Γερακούλα μετά δέους εζάρωσε, τρέμουσα ως οψάριον, παρά τινα σπηλαιώδη ρίζαν μεγάλης ελαίας. Ο ληστής εστάθη αποτόμως και έβλεπεν αγρίως προς το βαθύ ρεύμα κάτω, ωχρός και με υπόλευκα μελανιασμένα τα χείλη. Αν η Γερακούλα δεν κατεπλήσσετο αίφνης, θα παρετήρει ότι ο ληστής έτρεμε περισσότερον από αυτήν.

Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.

Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουντο ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.

Η χαρά εκείνη εφαίνετο εις αυτούς παρατονία, χαρά μη έχουσα την θέσιν της εκεί, μέσω της σιγηλής ερημίας του χωριδίου και του πλήθους εκείνου, του μη γνωρίζοντος άλλο από την εργασίαν, την βαρείαν εργασίαν των αγρών.

Μάτην ώρας πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . . εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!

Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της. — Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας. — Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.