United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ο Ρωμιός ο Χριστιανός παρακαλούσε για την υγεία του, η γυναίκα του για ν' απολάψη τέκνα ή να γλυτώση από αρρώστια όσα είχε γεννημένα· ότα μελετώντας ταξίδι ζητούσε τη βοήθεια από Άγιο και μεταγυρίσαντας πήγαινε κι άναβε κερί ή έδινε προσφορά ή λειτουργούσε στο παρακκλήσι του ή στάγιο λείψανο, —: τι άλλο έκαμνε και κάμνει ακόμα η ψυχή του παρά ναντιλαλή ταπλοϊκά συστήματα της κλασικής του θρησκείας, και να τα αιωνίζη, λείψανα μα τον Ύψιστο κι από πολλά μαρτυρικά λείψανα πιο ιερώτερα.

Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω. Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου. Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο.

Το χτίριό της μεγάλο και σοβαρό· τις καμπάνες της πιο βροντερές, τους παπάδες της πιο καλοφορεμένους· τα κονίσματά της, τα ξεφτέρια, τους πολυέλαιους, το τέμπλο, τα μανουάλια πιο περίτεχνα. Κι αληθινά ήταν· δε μπορούσε νάχη παράπονο. Έμενε τώρα ν' αποχτήση κ' ένα θαματουργόν άγιο. Και να, που βρέθηκε το κόνισμα! Ήρθε ακάλεστο, λες κ' ήξερε την ανάγκη και την επιθυμία του.

Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.

Είνε ο Κώστας ο Αρλετής, ο γλυκόφωνος ψάλτης του Άηδημήτρη· είνε φρεσκοξουρισμένος και παστρικαλλαγμένος σα γαμπρός. Η χαρά του είνε μεγάλη κ' η περηφάνεια του ακόμη μεγαλείτερη. Είνε δικό του το κατόρθωμα. Αν θάχη το χωριό θαματουργόν άγιο, σε κείνον θα το χρωστά. Αυτός έγινεμήστητί μου, Κύριε! — το σκεύος του Κυρίου το εκλεχτό.

Και στους διαβάτες που περγελούν τον Άγιο Σεβαστιανό της νειότης μου χτυπημένον απ' τα βέλη της αρετής να μπορώ ν' απαντήσω: «Γιατί δεν κυττάτε την καρδιά σας και το αίμα της σταλάζει στη λάσπη του δρόμου γι' αυτές ;». Κι' από μαύρο σεμινάριο σε τρίσβαθη εκκλησία κι' από εκκλησία σε πεθαμένη βιβλιοθήκη να πηγαίνωγοργό, σκυφτό και σεμνό. Ave Maria! Παρίσι, 1909

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Μα έλεγες πως τα αινίγματα ξέρεις και λύνεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ψέγε με για όσα εβοήθησαν να γείνω μέγας. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αυτή σου η τύχη σ’ έφθειρε, δυστυχισμένε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λίγο με μέλλει, αφού ’σωσα μ’ αυτήν τας Θήβας. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Φεύγω! Παιδί μου, οδήγει με να πάω στο σπίτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας σε οδηγήση. Πήγαινε αφού είσαι εμπόδιο, να τελεσθή το πρόσταγμα τ’ άγιο του Φοίβου.

Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κ' έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτεινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.

Το κυνήγι τώχα ως πρόφαση να πηγαίνω για την προσευχή μου στο ρημοκλήσι. Μου φαινόταν κιάτοπο να διασκεδάζω σε καιρό που κείνη τόσον έπασχε. Σε τέτοια εκστατική κατάσταση έφτανα καμμιά φορά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που νόμιζα μια στιγμή ότι κινούσε τα χείλη της κιότι χαμόγελο αγαθών υποσχέσεων χυνόταν στο άγιο της πρόσωπο.

ΛΑΕΡΤΗΣ Μες τ' Άγιο Βήμα να τον σφάξω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ναι, τωόντι, τόπος, ουδ' ιερός, δεν πρέπει να φυλάξη δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει περιορισμόν· αλλ' αν, Λαέρτη, αυτό θα κάμης, πρέπει κλειστός να μείνηςτο δωμάτιόν σου.