United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πετάξου κι' ως τες μάντρες Μη γέννησεν άλλη καμμιά. — Ο γέροντας ο ίδιος. — Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά. — Καλώς τον Μπαρμπατόλιο. Βρέχει όξω, Μπάρμπα; — Μοναχά; Για ιδέςτην κάπα χιόνια. Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου. Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι, Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι! Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή.

Εις την ερώτησιν του ενός χωροφύλακας, εκείνου τον οποίον είχεν ανατρέψει φεύγων ο Μούρος, «γερόντισσα πού είναι ο γυιόκας σου», δεν είχεν απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, όστις εφαίνετο ανθρωπινώτερος, με ήρεμον τόνον είπε·Κύτταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη. — Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απήντησε μεθ' ετοιμότητας η Φραγκογιαννού.

τόπος ουδ' ιερός δεν πρέπει να φυλάξη δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει περιορισμόν.

Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη• μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90 ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».

ΛΑΕΡΤΗΣ Μες τ' Άγιο Βήμα να τον σφάξω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ναι, τωόντι, τόπος, ουδ' ιερός, δεν πρέπει να φυλάξη δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει περιορισμόν· αλλ' αν, Λαέρτη, αυτό θα κάμης, πρέπει κλειστός να μείνηςτο δωμάτιόν σου.

Τέρας, που τ' όνομά σου δεν 'μπορεί να 'πή ανθρώπου γλώσσα! ΜΑΚΒΕΘ Χαμένος είν' ο κόπος σου. Όσον 'μπορεί να βλάψη το κοπτερόν σου το σπαθί τον άυλον αέρα, τόσον του είναι δυνατόν κ' εμέ να αιματώση. Τρωτά κεφάλια να κτυπάς! Έχ' η ζωή μου μάγια, και δεν φοβάται άνθρωπον γυναικογεννημένον. ΜΑΚΔΩΦ Δεν ωφελούν τα μάγια σου!

Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε· και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω! Γυνή ω πόσο διεστραμμένη!

Το κόκκινόν της χρώμα ακόμη αξεδίπλωτον το έχ' η ωραιότης επάνω εις τα χείλη σου και εις τα μάγουλά σου· του Χάρου δεν τα 'σκέπασεν η κίτρινη σημαία!

Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους τουαναπεταρίκιμίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς, ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη. — Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε. — Νά τα!

Ποιος θα μου το συμμάσ' τότε, λέλεμ'; Ποια θα μου το πλύν'; Ποια θα μου το λούση; Μάννα δεν έχ' τ' άμοιρο εδώ και τόσα χρόνια, να της λείψ' κι' η βάβω; Αλλοίμονο στην τσιουπούλα μ'! Θα μου τη φάγη η αναλλαγιά!