United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρυτάτους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' ΆιΝικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ήχο της.

Το βράδυ άναψαν φώτα και κανδύλια σ' όλα τα σπίτια και σ' όλο το παζάρι, ανέβασαν και καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμανδριού και της Αγίας Κατερίνας. Αλλά στες δύο της νυκτός με προσταγή του Πασά τες κατέβασαν πάλι. Την Παρασκευή ο Δεσπότης μ' όλους τους Προξένους έκαμε δοξολογία στη Μητρόπολη. 1856, Φλεβαριού 22 . Διαβάστηκε στο Σαράι Σουλτανικό φιρμάνι.

Τράβησε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι του εκεί. Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά.

Ψες βράδυ ακούστηκε, σήμερα κίνησαν όλοι και πάνε να το φέρουν. Οι καμπάνες από την αυγή σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν, ντύθηκαν τα γιορτινά τους. κλείσανε τα μαγαζιά, έπαψε κάθε δουλειά, κάθε άλλη σκέψη και κάθε κουβέντα. Ήρθαν πάλι στου Θεού τη στράτα οι άνθρωποι. Μόνον ο Τσαϊπάς σκέφτηκε να μείνη αδιάφορος. Πφ!.... θάματα δεν πίστευε αυτός Ήταν φοιτητήςσπουδασμένος άνθρωπος.

Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσωμπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιοΧριστόςανέστη»&.

Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.

Αν με κρατήση άντρα της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρής με άλλον τυχερώτερον και καλήτερό μου. Είδες τι γίνεται όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα. Έτσι και καλήτερα εγινόταν στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι να τους κατευοδώση. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια επλάνταζαν τον άστατον αέρα περίγυρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο.

Τώρα,... με πονεί εδώ. Μου είπε γλυκά και μώδειξε με το χεράκι της δίπλα στο πλευρό της κατά το ψυχικό. Καταλάβατε τ' ήθελε να 'πη η κόρη; Ε, σας φτάνουν ως εδώ, τάλλα δε σας τα φανερώνω. — Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη, νάχη τ' Άι-Νικόλα την κατάρα!

Η Ιζόλδη τον ακολούθησε με το μάτι κι' όσο μπορούσε να τον κυττάζη μακρυά, δεν εγύρισε καθόλου το πρόσωπό της. Με την είδησι του συμβιβασμού, μεγάλοι και μικροί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν αθρόοι έξω από την πόλι να υποδεχτούν την Ιζόλδη. Καταλυπημένοι για την ιστορία του Τριστάνου, χαιρέτιζαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιστροφή της Βασίλισσας. Η καμπάνες χτυπούσαν.

Ημέρα την ημέρα καμιά φορά μπήκε Μεγαλοβδόμαδο. Τ' Αργύρη η μάνα πρόσμενε μαγωνιά μεγάλη και χαρά τρανή, νάρθη η Μεγάλη Λαμπρή, για να δεχτή το χαιρετισμό του γιου της· να λάβη κ' είδηση για τον Αργύρη της τον ακριβό. Του Νάκο-Μήτρα το χωριό εσήκονε τόρα μεγάλη Ανάσταση. Οι καμπάνες της μικρής του εκλησούλας έστελναν τον αχό τους πέρα περιανά κι αντιλάλαε ο κάμπος.