United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν ένα πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον, ηναγκάσθη να εισέλθη εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'- πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς, μεγάλους-μεγάλους.

Αγνοώ ποτέρα των δύο γνωμών είνε η ορθή. Ο προθάλαμος, εν ώ ευρίσκετο η αδελφή Βεάτη, κάθυγρος, με τους τοίχους μαύρους και αραχνιώντας, ήτο θλιβερώτατος. Εφ' ενός των τοίχων, σώζοντος εισέτι ολίγην κονίαν, εφαίνετο κεχαραγμένος μέλας Σταυρός μετά της λόγχης και του σπογγοφόρου καλάμου.

Οι άλλοι δύο ήσαν ηλιοκαείς γέροντες σχεδόν με σκληράς σάρκας κ' εξηγριωμένα χαρακτηριστικά, ο δε τέταρτος έφηβος συμπαθητικός με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μαύρην κόμην, με λευκόν και απαλόν δέρμα, τον οποίον όμως τερατωδώς ασχήμιζεν η ρακώδης ενδυμασία και η μετά των άλλων αγριωπών ανθρώπων συντροφία.

Αίφνης το βλέμμα της εσταμάτησεν εις γωνίαν τινά, όπου από μικράς οπής του πατώματος εισέδυσε στενή ακτίς φωτός. Επορεύθη αργά εκεί, εκ περιεργίας μάλλον παρά εξ ελπίδος, έπεσε πρηνής κ' εκόλλησεν εις την οπήν τον οφθαλμόν της. Κάτωθέν της διέκρινε βαθύ και στενόν δωμάτιον, πλήρες αραχνών, με τοίχους μαύρους εκ της υγρασίας κ' έδαφος άνισον και ολισθηρόν.

Τα χελιδόνια περνούσαν ασταμάτητα τριγύρω, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν κινητή γιρλάντα από μαύρα λουλούδια, από μικρούς μαύρους σταυρούς. Οι σκιές τους έτρεχαν στο έδαφος σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος, κι εκείνος θυμήθηκε τον πόνο που δοκίμασε όταν σηκώθηκε κάτω από τον άμβωνα, και τη σκιά στο πρόσωπο της Μαγδαληνής. Αναστέναξε βαθειά. Καταλάβαινε.

ΒΑΓΚΟΣ Και τώρα βασιλεύει μεσάνυκτα. ΦΛΗΝΣ Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι. ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος. Να το σπαθί μου· πάρε το. — Ο ουρανός απόψε δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. — Πάρε και τούτο. — Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους που κυριεύουν την ψυχήντου ύπνου την γαλήνην!

Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν. Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.

Και ενώ η Αρφανούλα, πεταχτά-πεταχτά ήρχισεν αμέσως να τακτοποιή τα ποικίλα εκείνα ξύλινα και μετάλλινα αθύρματα, με χάριν και δεξιότητα, με παίζοντας τους δύο μαύρους οφθαλμούς της, ως του αστρείτου του όφεως, ο Σπύρος απομείνας με κρεμασμένας τας χείρας, εν η στάσει ερωτούσι τους ποιμένας μερικοί ειρηνοδίκαι, έλεγε: — Και ξέχασα όλως διόλου καϋμένη, τας τιμάς!

Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους. — Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.