United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο σύντροφός τους έφυγε από προχτές. Ένα σύντομο τηλεγράφημα τον ανάγκασε ν' αφήση στη μέση τις μελέτες του. Για τούτο λυπήθηκε πολύ· μα και τι να κάμη; Ο άνθρωπος του νου, όσο κι αν θελήση, δε θα πάψη ποτέ να είνε άνθρωπος και της σάρκας. Κ' η σάρκα — π' ανάθεμά τη! — έχει πολλές απαίτησες. Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο.

Εκεί κάτω τους εύρεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και τους δύο λαιμάργως καταπίνοντας δι' αγρίων βρυγών τας τρυφεράς του ωραίου χοιριδίου σάρκας, ων η ευωδία επλήρου τον οίκον όλον, ως είδομεν.

Άχνα δεν έβγαινε από τόσα στόματα εκεί, στεγνωμένα στο σύφλογο της διψασμένης σάρκας κρυφαναπύρωμα· άχνα από τόσα χείλη χλιαροφριγμένα στων ξαναμένων νέβρων τανακόρδισμα, αφροστεφανωμένα στων αγριεμένων δοντιών το σύσφιγκο συγκλείδωμα. Να βλέπουν, να χορταίνουν, — μάβρο χορτασμό! — τις γυναικούλες όπου εκαθόνταν στα πεζούλια κάτω, με τα κοφίνια και τα σακούλια τους πλάι.

Εκείνο δε το είδος, το οποίον είναι δια- χυτικόν όσον το επιτρέπει η φύσις του οργανισμού του στόματος, και διά της ιδιότητος ταύτης παράγει την γλυκύτητα, έλαβεν εν γένει το όνομα &μέλικαι εκείνο, όπερ διαλύει με την καυστικό- τητα αυτού τας σάρκας και κάμνει αφρόν και καλώς διακρίνεται από όλους τους άλλους χυμούς, ωνομάσθη &οπός&. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXV. &Τα διάφορα είδη ή ποιότητες της γης.&

Καίει και σαπίζει τας σάρκας και ανάπτει τρομεράν φλόγα εις το σώμα, οι δε δηχθέντες κραυγάζουν ως να ευρίσκωνται εντός πυράς. Αλλ' ό,τι προ πάντων τους βασανίζει είνε δίψα υπερβολική, εξ ης ωνομάσθη και το ερπετόν.

ΛΑΜΠ. Καλά, τι άλλο; Διότι όλα τα αφήκα, ως βλέπεις. ΕΡΜ. Και την σκληρότητα και την μωρίαν και το θράσος και την οργήν, και αυτά να ταφήσης. ΛΑΜΠ. Ιδού είμαι γυμνός κατά το θέλημά σου. ΕΡΜ. Πήγαινε τώρα μέσα. Συ δε ο παχύς με τας πολλάς σάρκας ποίος είσαι; ΔΑΜ. Δαμασίας ο αθλητής. ΕΡΜ. Ναι, φαίνεσαι• σε αναγνωρίζω, διότι σε είδα πολλάκις εις τας παλαίστρας. ΔΑΜ. Μάλιστα, ω Ερμή.

Αναχωρήσαντες έπειτα από το δικαστήριον, επήγαμεν εις το κολαστήριον. Εκεί, φίλε μου, δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον λυπηρά πράγματα ηκούσαμεν και είδαμεν. Ηκούοντο συγχρόνως κτύποι ραβδισμών και κραυγαί των ψηνομένων εις την φωτιάν, και ελειτούργουν παντοία βασανιστήρια, στρέβλαι και κύφωνες και τροχοί, και η Χίμαιρα εσπάρασσε σάρκας, ο δε Κέρβερος κατεβρόχθιζε.

Αλλ' εάν σεις κάνετε έτσι διά τους ωραίους νέους, τι πρέπει τότε να υποθέσωμεν ότι συμβαίνει εις εκείνον ο οποίος ήθελε δυνηθή να ιδή αυτό το καλόν, άδολον, καθαρόν, αμιγές, και όχι γεμάτον από ανθρωπίνας σάρκας και χρώματα και την άλλην περισσήν ματαιότητα της θνητής φύσεως, αυτό δηλαδή το θείον κάλλος το μοναδικόν εις το είδος του; Νομίζεις τάχα ότι θα είνε ελεεινή η ζωή ενός τοιούτου ανθρώπου έχοντος το βλέμμα προσηλωμένον προς τα εκεί και θεωμένου και εις σχέσεις ευρισκομένου προς τοιούτον κάλλος; Δεν εννοείς τάχα, εξηκολούθησεν, ότι μόνον εδώ ο διά μέσου εκείνου εις το οποίον είνε ορατόν το καλόν βλέπων αυτό θα ημπορέση να γεννήση όχι είδωλα αρετής, ως ερχόμενος εις συνάφειαν όχι με είδωλον, αλλ' αληθινήν αρετήν, ως ερχόμενος εις συνάφειαν με το αληθές; και ότι μόνον ο γεννήσας και εκθρέψας αληθή αρετήν ημπορεί να είνε θεοφιλής; και ότι υπέρ πάντα άλλον άνθρωπον δυνάμενον να είνε αθάνατος εις αυτόν προ παντός επιφυλάσσεται η αθανασία;

Αν δεν εσικχαινόμην τα ακάθαρτα πράγματα, ήθελον εμπήξη αυτούς κατά την πρώτην συνάντησιν εις τας σάρκας του συκοφάντου». «&Δεκεμβρίου 31&. Ως δώρον της πρώτης του έτους μοι προσέφερεν ο πατήρ μου ίππον, ον μετέβημεν ομού να εκλέξωμεν εις του Παλτόρη. Επιστρέψαντες εις την οικίαν, εύρομεν εκεί άλλην πάλιν προξενήτριαν, μεσολαβούσαν υπέρ ετέρου μνηστήρος.

Εάν επανηρχόμην νικητής, αυτός θα ενίκα· ηττημένος επανέρχομαι, αυτός ηττήθη. Προς πτώμα με απέστειλες να πολεμήσω, σπαράσσον τας ιδίας του σάρκας, και εφευρίσκον μέσα όπως ταχύτερον και ασφαλέστερον συντριβή. Τον είδον εφευρίσκοντα και ανακαλύπτοντα, πλην διά του ιδίου του θριάμβου ναυαγούντα. Είδον εξηπλωμένας τας επιστήμας, αλλά και τους επιστήμονας εξηπλωμένους.