United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν», τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος· το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν, κάτω: «ψωμί, ψωμίβογκά ο λαός. «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει, και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει, γεμίζουν τον αέρα βογκητά.

Τακολουθούν τα κύματα... Η νεκροσυνοδεία Σένα καράβι σταματά... Του μάρτυρα τα πόδια Χτυπούν τη πρύμμη μια φορά... χτυπούν πάλαι την πλώρη Ετρύξανε η ξυλοδεσαίς ... Ξυπνούν ... τον ανεβάζουν Εμπρός του γονατίζουνε... Ο πρωτοσύγκελλός του Τόνε γνωρίζει... του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια... Σηκόνουνε το σίδερο... Με τα πανιά απλωμένα Σχίζει την άβυσσο ο νεκρόςτο ξυλοκρέββατό του...

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Στεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι; Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνη ή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα, όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνη; Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ούτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθε να εφαινόσουν, συ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψης της συμφοράς τα κύματα. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Μα αν είχε πια πεθάνει, γιατί αυτή η σιωπή;

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα.

Με τα φέσια της όλα έμοιαζε η Σύρα, από μακριά που την είδα, σαν ένας μικρούτσικος στρογγυλός χρυσοκεντημένος ουρανός, γεμάτος άστρα πηχτοκαρφωμένα. Τι θαρρείτε; Έχει κ' η Σύρα αστερουδάκια δικά της. Ξέρουν εκεί τι θα πη επιστήμη, σου φτειάνουν κάτι λαμπρούς γεωγραφικούς χάρτες, γράφουν ιστορικά σπουδαία βιβλία και χτυπούν ένα χάζι τον Περραιβό, σου κάμνουν και κωμωδίες.

Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν τους άναψε τα λίγα τα μυαλά, τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά. Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο, κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν, να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο, να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.

Και ο Έφις ξανάρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά έκλαιγε. Του φαινόταν πως ήταν μόνος στον κόσμο, με σύντροφο το αηδόνι. Ένιωθε ακόμη τα κέρματα των νεαρών από το Νούορο να του χτυπούν το στήθος και ανασκιρτούσε ολόκληρος σαν να τον λιθοβολούσαν∙ ήταν όμως μια ανατριχίλα χαράς, ήταν η ηδονή του μαρτυρίου.

Κι όλον το κόσμο αρώτησε, κ' όλος ο κόσμος του είπε: Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι. Χτυπούν τ' αδέρφια τάλογα και χάνονται 'ςτόν κάμπο. Φέρνουν τα Μήλα τα Χρυσά. Τα παίρνει ο παντρεμμένος Καββαλλακεύει τάλογο και γέρνει 'ςτήν καλή του. Μήνες μονάχα επέρασαν.

Τα παλληκάρια παρετήρησαν το έν το άλλο ωσεί συνεννοούμενα· μειδίαμα σαρκαστικόν ανεφάνη επί των χειλέων των, φανερώνον την περιφρόνησιν την οποίαν ησθάνοντο προς τους εχθρούς το δε βλέμμα των, το πλήρες θριάμβου, επρόδιδε την χαράν και την αγάπην ην έτρεφον προς τους έξωθεν ερχομένους αδελφούς των. — Χτυπούν σαν μανιωμένοι λύκοι. — Και οι τούρκοι φεύγουν σαν αρνιά. — Φόβο που τον έχουν!

Όχι... όχι.. Αν έμαθα να διακρίνω τα χρώματα και τις φόρμες της καπότας εγώ που είμαι μια γνησία Ατθίς, τόφερε αυτό η κατάρα, ή καλλίτερα η πολιτική συναλλαγή, που πολύ καλά την χτυπούν τόρα αυτοί οι ανεξάρτητοι, που πέταξε εδώ πέρα τον άντρα μου. Αλήθεια για τον καημένο τον Γιώργο δε σούπα τίποτες ακόμη. Έχει καλά στην υγειά του, δόξα σοι ο Θεός.