United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαΐ δυναμωτικό κι αλαφρό : σούπα μ' αυγό χτυπητό, λίγη μπριζόλα με το αίμα, μυαλό και σοκολάτα πλάκες όση θέλει. Και να παίρνη πάντα τις πικρές της στάλες και τα χάπια. Σε δύο-τρεις μέρες, είπε, θα ξαναπεράση. Συμβούλεψε κι αυτός το Νίκο να πάρη κάποια γυναίκα στο σπίτι να νοιάζεται και την άρρωστη, όταν θα λείπη αυτός. Ο Νίκος τον ξέβγαλε ίσαμ’ έξω απ’ την πόρτα.

Αν τήνε πάρη, θάνε κι' αυτός παιδί μου· α δεν τήνε πάρη, παιδί μου θάνε μόνο η Πηγή κι' αυτή θα πάρη ό,τι του στέκει από την κατάστασί μου. Τούτο επανέλαβε και προς τον Θωμάν, ο οποίος είχε αρχίση να δυσανασχετή. — Μην τόνε λογαριάζης, καθόλου, κουμπάρε, το λεγάμενο. Εγώ σούδωκα λόγο κ' εγώ θα βγω στο λόγο μου. Σούπα πως θα γενή παιδί μου η Πηγή; Θα γενή.

Του εφαίνετο ως να έβλεπεν ευχάριστον όνειρον και αυτή τον εξύπνησε διά να του αναγγείλη κάτι λυπηρόν και απαίσιον. Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη ύπνον ανήσυχον· η δε πλησίον κοιμωμένη μητέρα του τον ήκουσε να λέγη καθ' ύπνον: — Δε θέλω να μου λες κακά λόγια για την Πηγή, σούπα.

Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;

Είνε χρονιές που περνάμε μια χαρά. Όση βροχή κι αν ρίχνη, ξαστεριά πάντα, μια χαρά. Είνε και χρονιές, σούπα, ο Θεός να γλύση. Αυτές οι δυο κουταλιές νερό, που λες, λίγο ακόμα να με κάμουν να φάω τη γυναίκα μου, εμένα... Η γυναίκα του, που γύριζε τη σούβλα, χαμογέλασε, μας κοίταξε κατάμματα, και κούνησε κι αυτή το κεφάλι της, σα νάλεγε: «ΝαιΕμείς γελάσαμε.

Φτάνουνε τα όσα μούχει αξωμένα. Να μάθω 'γώ άλλη φορά πως επέρασες το κατώφιλο του σπιτιού τση και θα δη είντα θα τση κάμω! Μουδέ το χάλη τση θα λογαριάσω, μουδ' είντα θα πη ο κόσμος. Για πε μου θα πας; — Μια βολά, δε σούπα; Όντε θα πάω στη χώρα. Κιως τόσο θα γιάνη. — Κιαμέ δε θα γιάνη; Οι ποθαμένοι γιάνουνε; Αυτή 'ν' από' δα ποθαμένη. Δεν την είδες;

Μάφτανε και μόνο τη μυρωδιά σου να μου φέρνανε. Κρίμας, κρίμας! θάσανε το καλλίτερο γιατρικό για μένα. — Τάφερα να σου τα διαβάσω. Και το ίδιο θα σε γιατρέψουνε. — Να μου τα διαβάσης; είπε συλλογισμένη. Μα πού; Δε σούπα πως δε θέλουνε να σου μιλιώ; Κεπαέ που στέκομε να μάςε δούνε και να το μάθη η μάνα σου, δε θάν' ο στεμός μου στο χωριό...Ναρθής στο σπίτι μας, είπε σε λίγο. Αλλ' ευθύς μετάνιωσε.

ΑΡΓΓΑΝ Μου διέταξε σούπα. ΤΟΥΑΝΕΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Πουλερικά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Βιδέλο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Βραστά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Αυγά φρέσκα. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Το βράδυ, δαμάσκηνα για μαλακτικά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Και προ πάντων να πίνω το κρασί μου πολύ νερωμένο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο και η αμαθής, το αμαθές.

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κεγώ, είπεν ο Μανώλης σκεπτικός. Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν: — Μα ... να μου δώσης θες το Μαρούλι; Η Καλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα. — Να ξεμπλέξης πρώτα απού τσοι Θωμαδιανούς ... Εγώ σούπα πως το θέλω με όλη μου την καρδιά. — Και τα Μαρούλι, θεια Καλιώ, θέλει; είπεν ο Μανώλης με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν.