United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρχισε να ζητή διά των οφθαλμών εάν τουλάχιστον εις κανένα εκ των αυγουστιανών διέκρινεν αντίχειρα εστραμμένον προς την γην, ως σημείον θανάτου. Αλλ' ο Πετρώνιος έτεινε την παλάμην του υψηλά και τον παρετήρει κατάμματα με μίαν έκφρασιν αποτροπής.

Είνε χρονιές που περνάμε μια χαρά. Όση βροχή κι αν ρίχνη, ξαστεριά πάντα, μια χαρά. Είνε και χρονιές, σούπα, ο Θεός να γλύση. Αυτές οι δυο κουταλιές νερό, που λες, λίγο ακόμα να με κάμουν να φάω τη γυναίκα μου, εμένα... Η γυναίκα του, που γύριζε τη σούβλα, χαμογέλασε, μας κοίταξε κατάμματα, και κούνησε κι αυτή το κεφάλι της, σα νάλεγε: «ΝαιΕμείς γελάσαμε.

Άνοιξα το παλιό παράθυρο κι ακούμπησα στα σάπια ξύλα του. Όμορφη φεγγαροστολισμένη νύχτα με χτύπησε κατάμματα. Το στένωμα των κατακόκκινων και ψηλών εκείνων βράχων ακτινοβολούσε ολάκερο. Κοίταξα προς τα κάτου κι ανατρίχιασα. Τα κελιά είταν χτισμένα σύρριζα σε κατάψηλο βράχο, που ξέφευγε ίσος σα μαχαίρι κάτω βαθειά στη λαγκαδιά, που μόλις τη φώτιζε το φεγγάρι.

Ο νέος την εκύτταζε κατάμματα. — Έχε υπομονή, και θα σε βγάλω απ' την απορία. Τώρα θα την ιδής να βάλη πλώρη το Τραχήλι. — Πώς το ξέρεις; είσαι μάγισσα; — Ναι, είμαι...είμαι μάγισσα! είπεν αύτη εν πεποιθήσει. Ο Μαθιός ησθάνθη αόριστον φόβον εις το σπινθηρίζον βλέμμα της. Την ιδίαν στιγμήν, η σκαμπαβία εστράφη οριστικώς προς ανατολάς, κ' επανέλαβε ταχύτερον τον δρόμον της.

Κι όσο έβλεπε κατάμματα το καλοκαμωμένο και κομψό παλληκάρι, τόσο η επιθυμιά της άναβε στη ψυχή της, και δείχνουνταν φλογερή κι αστραφτερή στα ολόμαυρα ματάκια της.

Μαύρα σύγνεφα από κοράκια πετούσαν ψηλά στον μολυβένιο ουρανό πότε όλα συμμαζωχτά και πότε αραιωμένα, πότε ανεβαίνοντας τα ψήλου, τα ψήλου, ίσα που μόλις φαίνονταν σα μαύρες κοκκίδες, πότε χαμηλόνοντας ίσα με τις κορυφές των δέντρων μ' ένα λυπηρό, πένθιμο κρα!.... κρα!.... Κι όσο τραβούσαμε μπροστά, τόσο η κοκκινίλα, η χρυσοπλημμύρα μας χτυπούσε κατάμματα, τόσο κάτι σα στενοχώρια, σαν αποκαμομάρα, σαν πένθος, σα θλίψη πλάκονε την καρδιά μας, τα στήθη μας, τη ψυχή μας.

Είταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και με χοντρά χέρια. — Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο υπενωμοτάρχης. Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.