United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούλα αυτά να βράσουνε, να πίν' από μια κούπα. βράστε και λαπατόριζες, και κάμτε του μία σούπα, και μια μαγιάτικη σβουνιά κωλείστέ του στη ράχη, καπνίστε τον με πότερα, να σπάση το συνάχι, υτά είναι τα γιατρικά οπού θα πάρη τώρα, και τρία βυζικάντια βάλτε του σε μία ώρα. ΚΑΝ. Και τ' είν' η αρρωστία του ντετόρο μου να ζήσης, ξήγα το μας το πάθος του να μας καλοκαρδίσης.

ΔΩΡΙΣ. Να μου βγουν τα μάτια, κυρά, αν σούπα τίποτε ψέμα.

Και που πονεί γιατί τόσοι κρυμμένοι θησαυροί χάνονται. Ξέρεις, Μαρία, πώς θα ήσουν θαυμάσιος δικηγόρος, μεγάλος απόστολος. Μ α ρ ί α. Μα εμείς όλες πρέπει να είμεθα και το ένα και το άλλο. Πρέπει να φύγω γιατί δεν ξέρεις• δε σούπα την ευχάριστη είδησι. Η μητέρα έρχεται τώρα σε λίγο και πρέπει να κατέβω να την πάρω από το Σκούταρι. Μπράβο σου! Η μητέρα σου έρχεται.

Άλλο κανείς καλύτερο δε θα σκεφτεί απ' τη σκέψη αφτή που εγώ στοχάζουμαι κι' από καιρό και τώρα, 105 ακόμα απ' όντας θύμωσες, θεόσπαρτε, και πήγες μες στ' Αχιλιά και τ' άρπαξες την κόρη Βρισοπούλα . . . όχι όμως και με γνώμη μας. Τι πόσα εγώ δε σούπα να σ' αμποδίσω! όμως εσύ απ' το θυμό αγριεμένος πείραξες άντρα ανότερο που κι' οι θεοί τιμάνε, 110 τι έχεις παρμένα του τη νιά.

Ξέρω όλους τους αξιωματικούς του Ναυτικού τόσα χρόνια που λες, και θάρχονται σε μένα. — Στην ταβέρνα όμως θάρχονται όλοι οι ναύτες που είναι και περισσότεροι. — Γεια σου. Καλλίτερα για την ταβέρνα. Αυτό λέω και γω· μα σούπα για το ζαχαροπλαστείο, έτσι για να πάρω τη γνώμη σου.

ΙΑΤ. Χαιρόμενες εβίβα σας· περαστικά τ' αρρώστου, αν θέλη τίποτες φαγί, τη σούπα μόνε δος του, διέτα, νηστείγια φοβερή, τίποτες να μη φάγη, γιατί αν δεν προφυλακτή στον άδη θε να πάγη, κρομύδια π' ουν μαλαχτικά, πράσα καλά βρασμένα, δόστε του το ζουμάκι τους· καλά ν' αν σουρομένα, χαιράμεναις έχετε για. Αύριο πάλ' ερχέμε. ΓΑΡ. Να ζήσης να σ' εχέμε. Κανέλα και Γαρούφω

Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρηάκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...

Δε σούπα πως δε μαφήκε να τση σιμώσω και πως μου παράγγειλε να μη ξαναπάω παρά μια βολά γι' αποχαιρετισμό; — Εγώ, παιδί μου Γιώργη, μόνο για τη ζωή σου φοβούμαι· μα σαν κατέω πως θάχης το νου σου, να πας, παιδί μου. Δε σεμποδίζω. Μόνο να θυμάσαι να μην κάτσης πολιώρα. Μείναμε σύμφωνοι, αλλά την άλλη μέρα μούπε ξάφνου: — Κατές είντα συλλογούμαι απ' οψές; Αν ήθελες να πας πάλι στον Άη Θωμά.

Δεν εδυσκολεύθη διόλου η Φωτεινή εις όσα είχε να κάμνει καθ' ημέραν εις του παππού· από πολύ μικρά χαράν της εύρισκε να βοηθά την μητέρα της, όσον ημπορούσεν, ώστε τώρα ήξευρε να κάμνει πολλά πράγματα. Ο παππούς με απορίαν του έβλεπε πόσον προσεκτικά καμωμένη ήτο πάντοτε η σούπα του, πόσον καλός ο καφές του. Εκαμάρωνε και την καλύβαν του τακτικά πάντοτε και καθαρά συγυρισμένην.