United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τόσον είχε κυριευμένο το πνεύμα της μητέρας μου ο φόβος της αρρώστειας του Βαγγελιού, ώστε δεν την αφήκε να σκεφθή τίποτε άλλο κιαπό τα πειο πρόχειρα και τα πιθανώτερα. Και φοβήθηκε από κάθε άλλη αυτή την αρρώστεια, γιατί προ λίγης ώρας ήμουν κοντά στη χτικιασμένη. Στις επαρχίες της Κρήτης σε κείνη την εποχή γιατροί δεν ήσαν, παρά μόνον πραχτικοί.

Και είπε: — Μα γιάειντα τα λες αυτά, θυγατέρα μου; για να χαλάσης τη χαρά που μούκαμες με την καλλιτεράδα σου; — Έχεις δίκιο, μάνα μου, και δε θα ξαναπώ τέτοια πράμματα. Κιαπό 'δα και πέρα όλο θα πολεμώ να σευχαριστώ. Τωόντι την άλλη μέρα είπε πως πάλι ήτο καλά και πάλι σηκώθηκε· κη καλλιτέρεψη της υγείας της κράτησε μέρες.

Κιαπόι, εξηκολούθησεν η Σαϊτονικολίνα, δεν τήνε λυπάσαι την κακομοίρα την Πηγή; σαυτήν εξεθύμανεν εκείνη την ημέρα ο βάρβαρος ο Στρατής· κιαπό τότε κλαίει απαρηγόρητα η δύστυχη για την προσβολή που σούκαμ' αδερφός τση.

Δε μαφήκαν οι θλιβεροί λογισμοί, που στρηφογύριζαν στο κεφάλι μου, όπως το σώμα μου γύριζε στην αγωνία της αϋπνίας. Κιαπό τις σκέψες που δε μάφηναν να κοιμηθώ η ποιο επίμονη ήτο ότι, αντί ν' αποφεύγω το Βαγγελιό για να μην πάρω την αρρώστεια της, έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκω, για ναποθάνωμε μαζή.

Αλλά κιαπό την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα: — Στη ψυχή σου να το βρης το μεγάλο κακό που μούκαμες! Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δε μπόρεσε να σηκωθή από το κρεβάτι.

Της εξηγούσα τι συνέβηκε με τον Δρακογιώργη· και την έκανα προσεκτική να μη της πη ψέμματα ο αγωγιάτης και γελαστή κιαυτή. Τελείωσα έπειτα το γράμμα με όσες μαντινάδες του χωρισμού ήξερα. Τον «Ερωτόκριτο» γνώριζα έως τότε από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες , όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία. Τον γνώριζα κιαπό τα μέρη που τραγουδούσαν στο χορό.

Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από τη ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κιαπό το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν μου ταίριαζαν πεια φιλιά και χάδια. Σήμερο σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δη την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ' επειδή κη μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε.

Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;

Στο Δεσποινιό δεν έμεινεν αμφιβολία πεια ότι η κόρη της εγλύτωσε· κεπήρε το θάρρος να πηγαίνη κέξω από το χωριό, να βλέπη τα χτήματά της, που τόσον καιρό με την αρρώστεια της κόρης της είχε αμελήσει ολότελα. Αλλά κη άρρωστη ξεπόρτιζε σχεδόν κάθε μέρα. Και κάθε φορά σταματούσε σένα μέρος, κιαπό κεί φαινότανε το σπίτι μας. Είχε την ελπίδα να με δη από μακριά.

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.