United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως πάντοτε η περιέργεια θ' αγρυπνή και θα παραφυλάττη. — Τον ξεκάκιωσε πάλι η Μιλάχρω! Ηκούσθη μία φωνή. — Ο Θεός να σε φυλάη, παιδί μ', εψιθύρισεν άλλη, μήτηρ αύτη, να μη πέσης σε τέτοια χέρια! — Την έψησε την κακομοίρα χειρότερα από τον φούρνον της, ηκούσθη άλλη παρατήρησις. Και η Μιλάχρω έσπευδε. — Γιατί δεν τα θέλουν, παιδί μου, τα κορίτσια! είπεν άλλη μετά πικρίας.

Μα τι φταίει η κακομοίρα, εψιθύρισε πάλιν η κόρη! Η γραία έκλεισε τα παράθυρα ερμητικώς και επειδή εσήμαινεν ήδη ο Εσπερινός, εφόρεσε μίαν καλήν μανδήλαν, έλαβε την προσφοράν ην εκάλυψεν υπερηφάνως με μίαν ολομέταξον λεπτοκαμωμένην οθόνην, έλαβε το μικρόν εικόνισμα του αγίου και τας λαμπάδας και απήλθεν εις την εκκλησίαν, χωρίς να είπη άλλο τίποτε.

Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε, κακομοίρα, η εληαίς, πάνε! Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια, κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού θερμογόνου. — Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά μας;

Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...

Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης, ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ' αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν, κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.

Κιαπόι, εξηκολούθησεν η Σαϊτονικολίνα, δεν τήνε λυπάσαι την κακομοίρα την Πηγή; σαυτήν εξεθύμανεν εκείνη την ημέρα ο βάρβαρος ο Στρατής· κιαπό τότε κλαίει απαρηγόρητα η δύστυχη για την προσβολή που σούκαμ' αδερφός τση.

Τη μύτη, τα φτερά, τα νυχοπόδαρά τους όλα τάχουν σε κίνηση. Ποιος φαντάζεται πώς ν' αλυχτά η πείνα στα σωθικά τους και τα βάνη να μαδιώνται μεταξύ τους, ώστε να ιδούν τ' αγαπημένο χέρι ν' απλωθή απάνω τους! Κακόμοιρα! Πού νάξεραν πως δε θα το ιδούν πια αυτό το χέρι! Πού να φαντασθούν τη μοίρα που τα περιμένει!

Διερχομένη δε μεταξύ των χωρικών οίτινες εψιθύριζον μειδιώντες ότι η κακομοίρα η Αλογόμυγια εσωκουζουλάθηκε, επληροφόρει δεξιά και αριστερά ότι «στη χώρα δε λένε Μαρούλι, μόνο Μαργή».

Ξέραμε και γράμματα εμείς, και ο δάσκαλος, απάνω στη δασκαλοκαθέδρα, μας μάθαινε την ιστορία, μας έλεγε για τους μεγάλους βασιλιάδες και τους μεγάλους πολέμους, για τους θεούς τους αρχαίους, που χάθηκαν, για τους ήρωες τους ξακουστούς, για τους μαρμαρένιους ναούς, που κοίτονται τώρα γκρεμισμένοι τριγύρω μας και.... τι δεν μας έλεγε!... Η γιαγιά η κακομοίρα δεν ήξερε τίποτε απ' όλα αυτά.

Αφ' ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τόρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς. — Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.