United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν της χαράς τον γέλωτα Ιδής εις φιλικόν Δείπνον περιπετώμενον, Απ' ίδρωτα θανάτου Στάζουν τα φρύδια σου. Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες Προδότα Βαρνακιώτη! Και τι έλπιζες; το θείον Διά τους ομοίους σου τέτοια Δώρα ετοιμάζει. Αν ήθελες χρυσάφιΠολύν εις τας βαρβάρους Αγαρηνάς σκηνάς Με το σπαθί εις το χέρι Εύρισκες πλούτον.

Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε, κακομοίρα, η εληαίς, πάνε! Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια, κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού θερμογόνου. — Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά μας;

Ούτε λέξιν πλέον. Ακούς, μητέρα. Δεν επιτρέπω. Είμαι άντρας και έκαμα ό,τι ήθελα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Κι' επρόκοψες. Άντρας! Ακούς εκεί. Κ ώ σ τ α ς. Για όσα έκανα ως τώρα, εύρισκες ότι ήμουν άντρας κι' οι άντρες κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτή δεν είναι η αρχή σου; Και δεν μ' ενανάριζες μωρό και μ' εμεγάλωσες νέο με το τραγούδι αυτό. Πόσες φορές μου είπες : Γλέντιζε, παιδί μου, είσαι άνδρας!

Εύρισκες πολλούς καλούς ανθρώπους, κ' εδώ μέσα, και στα βουνά έξω. Το είχαν 'σε καλό τους να δίνουνε. Γι' αυτό ο Θεός τους ευλογούσε, κ' είχαν μπερικέτια. Άλλος κόσμος τότε! Πού κείνα τα χρόνια; Πήγαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε, κολλήσαμε μια λαμπαδίτσα. Ύστερα ο Λευθέρης εκάθισε κοντά στην Αγίαν Εικόνα, μέσα στην εκκλησιά, και σαν να ενύσταξε.

Αλλά, την διέκοψεν ο πατέρας, είπες ότι θα εύρισκες ένα ολόχρυσο φόρεμα; — Πώς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δεν το ηύρα. Με βάρκα είχα επιθυμήσει να σ' εύρω. Αλλ' ο πατέρας εβγήκε πάλιν έξω και εζήτησε κατά γης. — Εδώ είνε και το φόρεμα, εφώναξε, να το· και εσήκωσεν υψηλά ένα κασσελάκι.

ΑΜΛΕΤΟΣ Το κτυπημένο ελάφι ας πα να κλαίη, το αλάβωτο ζαρκάδι, ας παιγνιδά· θα κοιμάτ' ένας, άλλος αγρυπνά· εις τούτον τον συρμόν ο κόσμος πλέει. ΟΡΑΤΙΟΣ Το μισό. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, ολόκληρο, είμαι βεβαιότατος. Ω Δάμων φίλ', εδώ την βασιλεία ωρφάνευσαν από τον ίδιον Δία, το ξεύρεις, και τον κλείσαντο μνημούρι· και τώρα βασιλεύει έναπαγώνι. ΟΡΑΤΙΟΣ Εύκολα εύρισκες την ρίμα .

Αλλ' εάν δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ . . . Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την εστίαν μου. — Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα.

Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια.

Πραγματικώς μα τον Δία, καλέ Ιππία, είσαι ευτυχής, διότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ευχαριστούνται, εάν θελήση κανείς να απαριθμήση εις αυτούς τους ιδικούς μας άρχοντας από την εποχήν του Σόλωνος· ει δε μη, θα τα εύρισκες δύσκολα, αν ήθελες να τα μάθης. Ιππίας. Από πού ως πού, Σωκράτη μου; εγώ μίαν φοράν να ακούσω πενήντα ονόματα στη σειρά θα τα απομνημονεύσω. Σωκράτης.

Τι είναι το χειρότερον; Να θέλης να πατήσω τον όρκον μου; ή το κακόν να λέγης του ανδρός μου, μ' αυτήν την ίδιαν την φωνήν που μου τον επαινούσες και ταίρι δεν του εύρισκες τόσαις φοραίς και τόσαις; Ω! φύγε, σύμβουλε κακέ! Από εδώ και πέρα θα κάμη διαζύγιον μ' εσένα η καρδιά μου. — Να ιδώ αν ο καλόγηρος μου εύρη θεραπείαν. Αν κι' απ' εκεί απελπισθώ, μου μένει ν' αποθάνω!