Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


— Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η Θωμαή, κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον. Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ δεν ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν εκείνο το τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή.

Λένε πως και οι πούστηδες εκείν' οι νεανίσκοι βγαίνουνε όλοι ρήτορες κι' από τους εκλεκτούς. Μήπως κ εμείς δεν κάνουμε ίδια δουλειά μ' αυτούς; Η’ ΓΥΝΗ Δεν ξέρω η κακομοίρα• μα γίνονται πολλά κακά εκεί που λείπ' η πείρα. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γι' αυτό κ' εμαζευθήκαμε λοιπόναυτόν τον τόπο, για να προμελετήσουμε, γειτόνισσες, τον τρόπο.

Με κύταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα. — Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μαγαπάς;...Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;... Ω η κακομοίρα, φωτιά πούρριξα πάνω μου! Ταναφυλλητό της έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πη τακόλουθα: — Όι να μ' αγαπάς, παιδί μου, ως μαγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου, σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην ταποδείχνης.

Τότες ήτον οπούχε βάλειτο νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα .... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε πού να τον βάλουν.

Τότες ήτον οπούχε βάλειτο νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε που να τον βάλουν.

Είντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γ ή καύκο; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καϋμό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κ' η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω γω να ξεμυαλίση το παιδί μου και να το κάμη ανεμπαίγνιδο του χωριού.

Μα εδοκίμαζαν κι από φιλιά αδιάκοπη γλύκα και γλυκοκουβεντιάζανε: — Για σένα ήλθα Χλόη. — Το ξέρω, Δάφνη. — Για σένα σκοτόνω τα κακόμοιρα τα κοτσύφια. Πού λοιπόν θα καταντήσω για σένα; Να με θυμάσαι. — Σε θυμάμαι· μα τις Νύμφες που σ' ορκίστηκα κάποτε σ' εκείνη τη σπηλιά, όπου θα πάμε μόλις το χιόνι λυώσει. — Μα είναι πολύ, Χλόη, και φοβάμαι μήπως εγώ πριν απ' αυτό λυώσω.

Κ' έτσι αυτός ο νόμος σας αν πιάση πέρα-πέρα, τότε γεμάτη όλγη από Οιδίποδες θα βγη! Α' ΓΡΑΥΣ Βρε σίχαμα! όλες αυτές της κουταμάρες της πολλές από τη ζήλεια σου της λες! Μα έννοια σου! και από με θα τωύρης, κακομοίρα!

Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.

Δεν το ξέρεις πως θάχουμε παράσταση απόψε; Το τραπέζι θα είναι, να πούμε, σα βήμα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔε μας λες λοιπόν πως θα βγάλη λόγο; ΥΠΗΡΕΤΗΣΤι να σου πω; Ξέρω κ' εγώ; Λόγο, παράσταση, αυτή το ξέρει. Όμως άκουσα να λένε, πως θα κάνη την Οφέλια, μια που τρελλάθηκε λέει για ένα τρελλό βασιλόπουλο. Έλα, δώσε μου τώρα ένα χέρι να βάλουμε το τραπέζι στη μέση. Την κακομοίρα!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν