United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπαίνουν ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ κατόπι τους μ' ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Άφησέ με ήσυχο·σαν αδειάση το βουτσί τότε πίνουμε νερό· πρώτα, μήτε στάλα. Δούλοτέρας, πιε στην υγειά μου. ΤΡΙΝΚ. Δούλοτέρας! καλέ, τι νησί είναι τούτο; Λένε πως πέντε μοναχά είναι μέσα σε τούτο το νησί· εμείς είμασθε τα τρία· ανίσως τάλλα δύο έχουνε τα μυαλά μας, η πολιτεία κουνιέται.

Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως, έλεγε: — Το κεφάλι του, πες! Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν: — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να κρατή ύστερα τον ναργιλέ του!

Δεν επίστευον εις την εξαδερφοσύνην της, την εσκυλόβριζαν, την έλεγαν ότι είνε κι' αυτή μια «από κείνες». Δεν την άφιναν να προκύψη εις την θύραν, χωρίς να ζητήσουν να εύρουν αφορμήν καυγά εναντίον της. Τέλος απαιτούσαν να ξεκουμπισθή, να τους αδειάση την γωνιά, να ξεβρωμήση απ' εκεί αυτή κ' η κόττες της. Ο εξάδελφός της, πότε ήρχετο την νύκτα, πότε έλειπεν.

Τότε έκαμεν αυστηράς παρατηρήσεις εις τον Βαγγέλην. Αυτής δεν της χρειάζονται τα τοιούτα. Δεν ανέχεται να κακοσυστηθή στη γειτονιά το σπήτι της. Και θα της κάμη την χάρι να της αδειάση την γωνιά. Η νοικάρισσα, η Κατερνιώ η Πολίτισσα, κάτοχος του δευτέρου δωματίου, καθώς έμβαινες από την αυλόπορτα, ήτον θαρρετή κ' ελεύθερη γυναίκα.

Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει! με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα, να πάθω τέτοια πράματα! γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση. . . Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση. ΑΝΗΡ Τις ει!. . . Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος; μα το θεό, ο γείτονας. . . αυτός. . . δεν κάνω λάθος.

Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...

Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα! Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία. Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·