United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλώς ορίστε, παπού· σαν το κρύο νερό· είπε χαμογελώσα η Μπήλιω και φιλούσα την χείρα του.

Μπαίνουν ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ κατόπι τους μ' ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Άφησέ με ήσυχο·σαν αδειάση το βουτσί τότε πίνουμε νερό· πρώτα, μήτε στάλα. Δούλοτέρας, πιε στην υγειά μου. ΤΡΙΝΚ. Δούλοτέρας! καλέ, τι νησί είναι τούτο; Λένε πως πέντε μοναχά είναι μέσα σε τούτο το νησί· εμείς είμασθε τα τρία· ανίσως τάλλα δύο έχουνε τα μυαλά μας, η πολιτεία κουνιέται.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του.

Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό· Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό.

Απόξω ούτε φωνή, ούτε θόρυβος. Μόνον της βρύσης το μουρμούρισμα έφτανε μέσα μονότονο και τούφερνε λιποψυχιά. Όχι νερό· το αίμα της καρδιάς του έχυνε απ' τον κρουνό της η βρύση. Αλήθεια· πολύ άχαρο είν' έτσι το σπίτι! Άλλοτε μόλις άνοιγε τα μάτια του, άκουε το αλαφρό περπάτημα της κυρά Πανώριας, το πασπάτεμμά της εδώ κ' εκεί, τη φωνή της.

Δέσες καλοχτισμένες, για το νερό· αυλάκια και τράφοι για το στράγγισμα· μαγγανοπήγαδα για πότισμα. Αλλού τα βοσκοτόπια με τα μαντριά· αλλού τα βουκολιά με τα βόδια· αλλού τα βαλμαδιά με τ' άλογα. Ασβεστοκάμινα στα ριζοβούνια· πριόνια στις χούνες· παραδώθε πουλερικά. Και ψηλά στην ομάλια μια θάλασσα ροδόλευκη που έστελνε μοσκοβολάδες στο παραθύρι του.

Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.