United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα, φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος, και μέσα η τόλμη, η Όχτρητα, και τ' άχαρο Κυνήγι, 740 μέσα κι' η κάρα του φριχτού τεράτου, της Γοργόνας, άγριο κεφάλι σκιαχτερό και του Διός σημάδι. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

Αλήθεια; είπε. Με συγκίνησε τόσο το πως η γυναίκα μου πίστευε πως είχα λησμονήσει ή είμουνα στο δρόμο να λησμονήσω, ώστε ο πόνος μου ξέσπασε και δεν άκουγα και δεν έβλεπα άλλο τίποτε παρά εκείνο που αιστανόμουνα ο ίδιος και κείνο που με βασάνιζε. Της διηγήθηκα πόσο άχαρο μου φαίνεται τώρα το σπίτι μας, από τότε που έλειψε ο Σβεν.

Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.

Απόξω ούτε φωνή, ούτε θόρυβος. Μόνον της βρύσης το μουρμούρισμα έφτανε μέσα μονότονο και τούφερνε λιποψυχιά. Όχι νερό· το αίμα της καρδιάς του έχυνε απ' τον κρουνό της η βρύση. Αλήθεια· πολύ άχαρο είν' έτσι το σπίτι! Άλλοτε μόλις άνοιγε τα μάτια του, άκουε το αλαφρό περπάτημα της κυρά Πανώριας, το πασπάτεμμά της εδώ κ' εκεί, τη φωνή της.

Να το βγάλουμε όξω τόρα που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι. Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα.

Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς τα κόκκαλα.

Κι' ο Δομενιάς ξεπάστρεψε το Φαίστο, γιο του Βώρου, π' απ' τη λιγδεροχώραφη είταν φτασμένος Τάρνο· αφτόν στον ώμο το δεξύ με το μακρύ του φράξο 45 τον βρήκε εκεί π' ανέβαινε στ' αμάξι του, και χάμου έπεσε ο μάβρος, κι' άχαρο τον σκέπασε σκοτάδι.

Μα νά, ο Ερμης αμέσως 360 σίμωσε τότες κι' έπιασε το γέροντα απ' το χέρι, κι' άρχισε ναν τον αρωτάει και τούπε αφτά τα λόγια «Παππούλη μου, έτσι μ' άλογα πού τρέχεις και μουλάρια μέσα σε νύχτας σιγαλιά π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Και των οχτρών δε σ' έσκιαξε η λύσσα και το μίσος που τ' άχτι απάνου σου έτοιμαι κοντά 'ναι εδώ να βγάλουν; 365 Μα αν πες κανείς τους σ' έβλεπε πως πας με τόσα πλούτη μες στο σκοτάδι τ' άχαρο, σαν τι σκοπό 'χεις τότες; Νιός μήτε εσύ είσαι, γέροντας κι' αφτός σε συνοδέβει, κι' αν σε πειράξουν δε φελάει βοήθια να σου δώκει.

Ο Έφις άρχισε να τρέμει τόσο δυνατά που το χέρι του επάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χοροπηδά. Τότε ο ντον Πρέντου άρχισε να γελά με εκείνο το άχαρο και όλο κακία γέλιο του αλλοτινών καιρών. «Δεν πιστεύω να θέλεις να την παντρευτείς εσύ! Για σένα έχω τη Στεφάνα, το ξέρεις