United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να το βγάλουμε όξω τόρα που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι. Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα.

Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• «Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύτον νου σου• 825 είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,— γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους, η Αθηνά• και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις, και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».

Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος. Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι.

Αγαπημένε, ησύχασε, και νόμο δεν ξέρει ο κόσμος άλλο απ το χαμό· ω γύρνα πάλι στο θαμπό σου δρόμο και παρηγοριά ας σου είναι στον καημό, πως ένα πάσχισμα αχ! ναυαγημένο σκληρότερο είναι απ' όνειρο κομμένο.

Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830 «Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις, και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη, ή απέθανε, κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη». Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835 «Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη, ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».

Ολόγυρα το νερό πηχτό, σταχτοπράσινο σαν θαμπό κρύσταλλο τον εψηλαφούσε από παντού, τον έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε τον χιλιόμορφον κόσμο που τρέφει και συντηρεί στο φοβερό κράτος του.

Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας.

Περνούσεν ο ένας ναύτης μπροστά από τον άλλο, σταματούσε, κάτι τούλεγε, σταματούσε για να τον κυττάξει, και ύστερα ο καθένας προχωρούσε στη διεύθυνσή του. Οι φωνές και οι βρυσιές στο υπόφραγμα μπόλικες. — Είναι το θαμπό φως που κάνει τους ναύτες έτσι ευκολοερέθιστους, είπεν ο Ρένας, και σε κανένα δεν κάνει εντύπωση. Διαρκώς ακούονταν. — Μίλα καλά, λέω γω. — Αυτό που σου είπα. Γκαπ-γκουπ.

Η υπηρέτρια γύρισε στην εκκλησία και κοίταξε μήπως μπορούσε να πει στις κυρίες ότι ο υπηρέτης είχε έρθει, έτσι θα άφηναν ελεύθερο τον παπά Από τη μια μεριά του εξομολογητηρίου όμως στεκόταν η ντόνα Έστερ της οποίας φαινόταν η άκρη από το σάλι να προβάλει σαν μαύρη φτερούγα, και από την άλλη η ντόνα Νοέμι, με την πλάτη πού και πού να τρέμει ελαφρά κάτω από το μαύρο θαμπό ύφασμα και το πόδι της μακρύ και νευρώδες να προεξέχει από το ανασηκωμένο μεσοφόρι.