United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες.

Πότε τη γαλανόλευκη θα ιδώ να κυματίζητο Σούλι καιτον Πίνδο μου, τάστρα 'ψηλά να 'γγίζη Ναρθούμε, 'ς τη σημαία σου να μαζωχτούμε όλοι, Και να κινήσωμε, γλυκειά μανούλα, για τη Πόλι!.. Πεινάς! Ο κόσμος τώμαθε, και όμως τα παιδιά σου Πεθαίνουν ολονένα, Πεθαίνουν...πεινασμένα!

Κ' έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας· ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τάστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς· μήτ' εσείς δεν ορίζετε τόσο τα γίδια και τα πρόβατα· τ' άνθη όλα του έρωτα έργα είναι· τα δέντρα τούτα αυτουνού δημιουργήματα· απ' αυτόν τρέχουνε και τα ποτάμια και φυσούν οι άνεμοι.

Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

Από μικρό κι' απ' άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου, Παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι' αγέρα Κι' απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια Και μέσ' 'ς τα σύγνεφα πετάς, μέσ' 'ς τα βουνά ανεμίζεις· Φωλιάζεις μέσ' 'ς τα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα, Με την βροντή ερωτεύεσαι, κι' απιδρομάς και παίζεις Με τάγρια αστραποπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν Του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.

Η χυμική αστρονομία μας έδειξε μάλιστα, δεν είναι τώρα πολύς καιρός, την υλική ενότητα του κόσμου και μας έμαθε που ό τι βλέπουμε να γίνεται στον άθρωπο μέσα, γίνεται και στους ουρανούς. Τάστρα και κείνα αιώνια δεν είναι· σαν τον άθρωπο γεννιούνται, μεγαλώνουν και σβήνουν. Έν το παν. Ταρχαίο το ρητό σήμερα μόνο φαίνεται αλήθεια. Δεν πρέπει λοιπό ναμελούμε καμμιά μελέτη, όσο μικρή κι αν είναι.

Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Είθε όλα τάστρα του ουρανού να φωτίζουν την ευτυχή σου πορείαν! ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Χαίρε! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Χαίρετε. Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είναι αυτός ο άνθρωπος; ΑΛΕΞΑΣ. Φοβείται σχεδόν να έλθη. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, έλαΠλησίασε. ΑΛΕΞΑΣ. Και αυτός ο Ηρώδης της Ιουδαίας δεν τολμά να σε ατενίση, Μεγαλειοτάτη, ειμή μόνον όταν είσαι ευθύμως διατεθειμένη.

Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα... Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα

Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια.