United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δημογέροντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητρόπολη.

Σκέπη όμως ακόμα πιο μαγικιά και πιο μεγαλόπρεπη στου λαού τα μάτια πρέπει να είταν η μυριοξάκουστη ομορφιά της. Γεννημένη βασίλισσα. Μάτια αστραφτερά, πρόσωπο σύμμετρο, θωριά μισόχλωμη κι αριστοκρατικιά, χάρη κι αρχοντιά που δε μεταγίνουντανπώς να μη την καμαρώνη ο λαός; Τηνέ δέχτηκε σύθρονη του Ιουστινιανού, και δεν άργησε να το νοιώση πως κακά δεν την έκρινε.

Αλλά το κάτω-κάτω δεν ηδύνατο να θεωρηθή ηττημένος, αφού ηνάγκασε τον εχθρόν να κλεισθή εις το φρούριον. Όταν μετ' ολίγον μετέβη εις τον ποταμόν αντί της Πηγής εύρεν εκεί την Ζερβούδαιναν, ήτις ήρχισε να τον ερωτά αν είδε την θυγατέρα της, αν την είδε μάλιστα με το κρινολίνον. Είχεν άλλη στο χωριό την ωμορφιά και την αρχοντιά της;

Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώνη του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι' απάνουόλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτοντην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάριτη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλοςτο ανάστημα του όλο.

Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.

Τότ' είπε ο θεοπρόσωπος γιος του Δαρδάνου ο γέρος «Πιος είσαι εσύ, καλό παιδί; πώς λέγουνται οι γονιοί σου; Πώς μ' αρχοντιά μού παίνεσες το δύστυχο παιδί μου

Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες.

Αλήθεια όμως το νέον όνομα δεν είχε περισσοτέραν αρχοντιά; Η χήρα το επανελάμβανεν επισύρουσα την φωνήν, διά να δείξη όλην του την μουσικήν και την ευγένειαν. Έπειτα σείουσα την κεφαλήν έλεγεν: — Είντα λέμε κ' εμείς πως ζούμε στον κόσμο και κάνομε! Να την ακούσετε να σάςε δηγάται τςη χώρας τα καλά και τς' αρχοντιές και να στουπίρη ο νους σας!

«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.

Οι δημογερόντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητροπολη.