United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γριά τότε είπε διαταχτικά στη Μαριάνθη και στην υπηρέτρα: — Σκωθήτε τσιούπρες μ'! Πάρτε τες γίδες και τα κατσίκια και σύρτε και κλείστε τες στην αχυροκαλύβα, γιατί απόψε είναι κακοκαιρία, θα μαζευτούν πολύ τα γίδια στο μαντρί και θα τσαλαπατήσ'ν τα μικρά. Πέτε και του πιτσικόπουλου ταπόδειπνο να μάσ' τάλλα τα κατσίκια, στον τσάρκο, χωρίς ναφήση κανένα όξω και να τον κλείση καλά..

1832, Τρυητή 20 . Επειδή τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δύο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση.

Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να ιδής τότες.

Οι δημογέροντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητρόπολη.

&1832, Τρυητή 20&. Επειδής τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δυο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση.

Οι νύφες όμως κι' οι τσιούπρες, αν κι' είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν τες μεγαλύτερες, αν κι' αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο. Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό του ποταμού είταν θολό.

Οι δημογερόντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητροπολη.

Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι' ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν απελπίζομαι . Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο.

Οι τσιούπρες όμως δεν έπαβαν τα γέλοια, ως που ανέβηκε τη σκάλα στα σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι' έτσι θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, μιμώντας τη γριά, που πρώτη-πρώτη έτρεξε να του το φιλήση.

Μα σαν του εστάθη αδύνατο τι συλλογίστηκε να φέρη μπροστά στον Αχμέτ-αγά κεχαγιά δυο φανατικούς Τούρκους να πουν πως άκουσαν αυτοί με τ' αυτιά τους τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη να λεν πως θέλουν να γίνουν Τούρκισσες. Ο Κεχαγιάς έστειλε ίσια να φέρουν τες τσιούπρες στο μιντζιλίσι.