United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού σας μαστιγώσανε καλά: πως συμβαίνει, έλεγα, ο αγαπητός Αγαθούλης κι' ο σοφός Παγγλώσσης να βρίσκονται στη Λισσαβώνα, ο ένας για να φάγη εκατό καμουτσικιές κι' ο άλλος να κρεμαστή κατά διαταγή του σεβασμιώτατου Ιεροξεταστή, του οποίου είμαι η ερωμένη; Ο Παγγλώσσης λοιπόν μ' είχε πολύ σκληρά απατήσει, όταν μούλεγε, πως όλα είναι άριστα στον κόσμο.

Την αρχοντιά φοβέριζε θα πνίξη, δε σεβάστηκε μήτε το θεό, και το πιο μέγα: τόλμησε να γγίξη το σεβαστό όνομά σου το τρανό. Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνη.» «Να κρεμαστή», με μια είπανε φωνή οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι, μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί. Ένας αλήτης απ' αυτούς που ζούνε κεντώντας και συμπώντας το λαό όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,

Καμαρόνουσα, κούφη, ελαφρά σειομένη, ως κρεμαστή, εις το γλυκύ της αύρας φύσημα, με τ' αναρίθμητα, τα πολυώνυμα εκείνα σχοινία των ιστών, δίκτυον γραμμών και γωνιών πολύπλοκον, ως ζωγραφιστή εφαίνετο εν αιθερίω πίνακι, πανδαίδαλον ίνδαλμα των θαλασσών, όνειρον θελκτικόν του κοιμωμένου λιμένος. Καθρέπτης αργυρόχρυσος ο λιμήν.

Ο Βασιληάς ρώτησε τρεις φορές: «Κανείς δε σηκώνεται να κατηγορήση τον Τριστάνο;». Όλοι σιωπούσαν. Τότε είπε στο γραμματέα: «Κάνετε λοιπόν το γρηγορώτερο μια επιστολή. Ακούσατε τι πρέπει να γράψετε. Κάνετε γρήγορα: η Ιζόλδη υπέφερε πάρα πολύ μέσα στα καλλίτερα χρόνια της. Διατάζω να κρεμαστή η απάντησις στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού πριν από απόψε το βράδυ. Κάνετε γρήγορα».

Και με τα λόγια τούτα έχυναν πιο καυτερά δάκρυα κ' έκλαιγαν όχι πια τα λουλούδια παρά τα κορμιά τους· έκλαιγε κ' η Χλόη το Δάφνη πως θα κρεμαστή και παρακαλούσε να μην έλθη πια τ' αφεντικό τους· και περνούσε μέρες πικραμένες σαν νάβλεπε από τώρα το Δάφνη να τόνε χτυπούνε με το καμτσίκι.

Μου φαινότανε πως έτρεχα μέσα στο σκοτάδι για ναπαντήσω εκείνο που έμελλε να γίνη και παρακαλούσα μόνο ναργήση να γίνη, παρακαλούσα να τονέ βρω ζωντανόν ακόμα όταν φτάσω κ' έτσι να μπορούσε να κρεμαστή άλλη μια φορά από το λαιμό μου και νακούσω τη φωνή του. Κ' έτρεχε, έτρεχε το αμάξι με δαιμονική βία.

Ω! Παγγλώση! Παγγλώση! πώς θα χαιρόσουν, αν δεν είχες κρεμαστή! Ο διοικητής διάταξε να τραβηχτούν οι νέγροι σκλάβοι και οι Παραγουιανοί, που σερβίριζαν κρασί μέσα σε ποτήρια από ορυχτό κρύσταλλο. Ευχαρίστησε χίλιες φορές το Θεό και τον Άγιο Ιγνάτιο· έσφιγγε τον Αγαθούλη μέσα στην αγκαλιά του· τα πρόσωπά τους ήτανε λουσμένα στα δάκρυα.

«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.