United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΔΩΓΚΑΝ Πού είν' ο Θάνης; Έτρεχα τα ίχνη του να φθάσω, με τον σκοπόν εγώ εδώ να τον προϋπαντήσω· αλλά μ' επρόλαβεν αυτός. Ως άλλο φτερνιστήρι τον έσπρωχν' η αγάπη του, και έφθασεν ο πρώτος. Φιλοξενίαν σου ζητώ την νύκτ' αυτήν, Κυρία.

Δεν ύψωσα τους οφθαλμούς να ίδω τον καπνόν των εχθρικών τουφεκιών. Τους είχα προσηλωμένους εις το σημείον της όχθης, όπου έπρεπε να φθάσωμεν. Έτρεχα, έτρεχα, — αι δε σφαίραι εσύριζον γύρω μου, και έτρεχα και ήκουα αριστερά και δεξιά όπισθέν μου τον ποδοβολητόν των συντρόφων μου, και αίφνης ήκουσα κραυγήν φοβεράν και συγχρόνως τον υπόκωφον κρότον σώματος πίπτοντος κατά γης.

Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ' εφόνευσαν, δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω. Το ρεύμα με παρέσυρε. Έτρεχα κ' εγώ μετ' αυτών. Ήρπαζα εδώ κ' εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ' έτρεχα, έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ' απογίνω, αλλ' ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον, αλλ' όνειρον φρικτόν.

Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να σε προφθάσωτον δρόμο. Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε·Δέσατε παντρειές; — Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης. Τώρα δεν αδειάζει, λέει. — Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας. Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπετάν- Παρμάκης. Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει.

Μου φαινότανε πως έτρεχα μέσα στο σκοτάδι για ναπαντήσω εκείνο που έμελλε να γίνη και παρακαλούσα μόνο ναργήση να γίνη, παρακαλούσα να τονέ βρω ζωντανόν ακόμα όταν φτάσω κ' έτσι να μπορούσε να κρεμαστή άλλη μια φορά από το λαιμό μου και νακούσω τη φωνή του. Κ' έτρεχε, έτρεχε το αμάξι με δαιμονική βία.

Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.

Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα και αγκάλιαζα όχι μόνον τους συγγενείς αλλά και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι εφαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη επίστευα πως μ' εχαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς ώρισες, καλώς ώρισες! Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκηο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του.

Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχεν επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ' αστέρια. — Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλης εις τα μαλλιά σου. — Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.

Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό.

Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά. ΑΝΝΟΥΛΑ Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο; ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα.