United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λίμνη αυτήν τη στιγμήν υψώθη ως καταλάμπων Παγών, η Νεράιδα του Πάγου ίστατο εκεί ηγεμονική, κυανωπώς ωχρά, λάμπουσα, και εις τους πόδας της εκείτο εκτάδην &το πτώμα του Ρούντυ&: «Δικός μουέλεγε, και πάλιν γύρω έγινε σκότος, κυλιόμενοι κρουνοί. — Τι άσπλαγχνοςεθρήνει η Μπαμπέττα. «Διατί λοιπόν να αποθάνη, όταν εχάραζε η ημέρα της ευτυχίας; Θεέ μου! φώτισε τον νουν μου!

Στο μυχό του δάσους, τον περιτριγυρισμένο με κλαδιά, που τους εχρησίμευε για άσυλο, η Ιζόλδη η ξανθή περίμενε την επάνοδο του Τριστάνου. Μια ακτίνα του φεγγαριού φώτισε το χρυσό δαχτυλίδι, που είχε αφήσει στο δάχτυλό της ο Βασιληάς Μάρκος. Σκέφτηκε: «Αυτός που έτσι ευγενικά μου έδωκε τούτο το χρυσό δαχτυλίδι, δεν είναι ο ίδιος θυμωμένος άνθρωπος που με παρέδωκε στους λεπρούς.

Ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, κι' όπου μας φώτισε πρώτη φορά ο ήλιος με τες χρυσές του αχτίδες, είναι για τον καθένα μας τόπος ιερός και αγαπητός, είναι τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στη μεγάλη μας πατρίδα, την ελεύτερη και τη σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα, όπως η Εκκλησιά είναι ο τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στο Θεό.

Με πολύν κόπο, επήρα κ' εγώ αράδα, κ' έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμί μου το Λευθέρη απ' το μπράτσο, κι' απ' της πλάτες, και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κ' ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα της δύο φούχτες και της έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιή.

Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές. Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει. — Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού.

Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα.

Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό.

Μουλάρια πρώτα θέριζε κι' ασπροτριχάτους σκύλους, 50 μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες βαρούσε· κι' όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε. Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες, μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας, γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 55 τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν.

Δικός της είταν κι ο έπαρχος ο Κύρος, άνθρωπος άξιος, ωραίος, και μ' ελληνική προκοπή στολισμένος κι αυτός. Τόσο, που και τα διατάγματά του στην ελληνική γλώσσα έβγαζε, και καθετίς Ελληνικό υποστήριζε. Έχτισε και διόρθωσε και δημόσια χτίρια πολλά ο Κύρος, και τέλος φώτισε και την πόλη με τελειότερο τρόπο.

Τόρα πλέον όμως, αφού είμεθα ολιγώτεροι και αφού ζητεί ο Εύδικος απ' εδώ να σε ερωτήσω, ειπέ και φώτισέ μας καθαρά, τι έλεγες δι' αυτούς τους δύο άνδρας; Πώς τους διεχώριζες; Ιππίας. Εγώ, Σωκράτη μου, είμαι πρόθυμος να σου ειπώ καθαρώτερα παρά τότε όσα είπα και δι' αυτούς και διά τα άλλα.