United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα, λέγουσα απετίναξεν η Αγία Λιόββα από των ώμων το ράσον και εφάνη ενδεδυμένη αράχνινον χιτώνα της Κέω, α έ ρ α ε ξ υ φ α σ μ έ ν ο ν, ως ωνόμαζον τους τοιούτους οι ποιηταί, υπό τον οποίον το σώμα αυτής έλαμπεν ως γενναίος οίνος υπό κρύσταλλον της Βοημίας.

Ότε ήσο μικρός και σε έλεγε παραμύθια η τροφός σου, τα έλεγε διά να ευχαριστήση όχι μόνον την ιδικήν σου περιέργειαν, αλλά και την ανάγκην, την οποίαν η ιδία συνησθάνετο να τα λέγη. Σ' έπαιρνεν ίσως ο ύπνος ενίοτε. Αλλ' εξηκολούθει λέγουσα εκείνη, και συ εξυπνών ήκουες του διηγήματος το τέλος.

Η καρδία της εβροντοκτύπα αδιακόπως, λέγουσα εις αυτήν να είνε άγρυπνος, ενώ η επιθυμία την ώθει εκεί, προς το αύλημα, το οποίον ηκούετο ήδη ευκρινώς ότι ήρχετο από της σκιάδος. Η λυγερή αδύνατος εις αντίστασιν καθ' εαυτής, εστράφη και παρετήρησε πάλιν την σκιάδα, να ίδη τον αυλητήν. Αλλ' άνθρωπον πουθενά δεν διέκρινε.

Τούτο φρονώ εγώ και πρέπει να ήναι ορθή η γνώμη μου· ώστε αυτών των θεών τα ονόματα θα εμάνθανον μάλλον ή το του Ηρακλέους. «Ο Ηρακλής των Αιγυπτίων είναι αρχαιότατος θεός, και οι ίδιοι λέγουσα ότι δεκαεπτά χιλιάδες έτη πριν βασιλεύση ο Άμασις, ο αριθμός των θεών των ανεβιβάσθη από οκτώ εις δώδεκα, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Ηρακλής.

Ο δικολάβος πονηρός άνθρωπος απήντησε προς την χήραν με κάτι διφορούμενα. Και τότε εκείνη μετέβη παρ' αυτώ και δευτέραν φοράν, φέρουσα ήδη δύο παχείας όρνιθας. Αλλά και πάλιν δεν ηδυνήθη να λάβη σαφή και επαρκή απάντησιν. Διά τούτο ηκούσθη λέγουσα ένα πρωί: — Κρίματες κοττίτσες μου!

Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον επείραζεν ενίοτε λέγουσα: — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!

Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμοΚαι η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα... Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα

Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Και λέγουσα έρριπτε βλέμματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα ως διά να χώση την χείρα της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.