United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.

Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού.

Η Νοέμι έραβε∙ σήκωσε κι εκείνη το πρόσωπο, τα μάτια της έλαμπαν, αλλά αμέσως τα χαμήλωσε και δεν είπε λέξη. «Έστερ, εγώ λέω ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Ωραία, ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Νομίζεις ότι θα είναι όλα έτοιμα στα μισά του μήνα‘Όλα θα είναι έτοιμα, Πρέντου» «Εντάξει τότεΣιωπή: η Νοέμι έραβε, η ντόνα Έστερ την κοίταζε επάνω από τον ώμο.

Από τότε η ευτυχία και η χαρά εβασίλευσε παντοτινά εις το σπίτι του· της Φωτεινής τα 'ματάκια δεν εδάκρυσαν πλέον ποτέ, αλλά πάντοτε έλαμπαν και έχυναν γύρω της αληθινό φως. Σαν άστρο μοιάζεις τ' ουρανού, χαριτωμένη κόρη Πάντα το σπίτι με χαρά εσύ το πλημμυρείς. Ο δρόμος σου ανθόσπαρτος ανοίγεται· προχώρει! Φεγγοβολεί ολόλευκο το στέμμα, που φορείς! Μέσα σε κάθε παραμύθι, αλήθεια κρύπτεται τρανή.

Μα που μπορούν αφτοί να με καταλάβουν; Κανένας τους δεν αγάπησε σαν και μένα. Τα χαρούμενα, τα χρυσά, ταθώα της, τα καλά της τα μαλλιά, πως έλαμπαν εκεί κάτω, στο περιβόλι, όταν την είδα πρώτη φορά με την αδερφή μου μαζί, που περπατούσε πλάγι πλάγι η Λέλα με την Ελένη! Τα μαλλιά σου, να τα φιλήσω, γιατί λιώνει η καρδιά μου, μόνο που τα θυμούμαι.

Και άμ' έφθασετον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασετην στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκετην υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκετο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξοτο χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'πουτο δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργείτα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Και τώρα του φαινόταν πως όλο το αίμα του έτρεχε από τα μάτια, όλο το κακό αίμα, το αίμα της αμαρτίας. Το σώμα του ήταν εξουθενωμένο και η ψυχή του χτυπιόταν μέσα του, σ’ ένα χώρο κενό και μαύρο σαν τη νύχτα. Τα λόγια αγάπης όμως του Τζατσίντο έλαμπαν φωτεινά στο σκοτεινό φόντο και τα ίδια του τα δάκρυά τον φώτιζαν, άστραφταν τριγύρω του σαν αστέρια. Έμεινε μια εβδομάδα στο Νούορο.

Θαμβωμένος από την λάμψιν της ιδίας σου φαντασίας, εγκρεμίσθηκες, ενώ έλαμπαν ακόμη τα ωραία σου νειάτα. Σ' επαναβλέπω με τον νου μου!

Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της.