United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τραβάει ένα τετράρριζο δόντι, και δείχνοντάς το κάτασπρο με τις ματωμένες τις ρίζες, σε ρωτάει αν αυτό είναι. Του είπες όχι; Ξερριζώνει και το πλαγινό, κατόπι τάλλο, ώσπου να βρεθή το κούφιο το δόντι. Και πλερώνεις για ένα δόντι. Βλέπεις λοιπόν πως είναι κι ο Χαφίσης Τούρκος στο βάθος.

Να το βγάλουμε όξω τόρα που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι. Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα.

Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που το ζωγράφισεχρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια. Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο εκκλησάκι. Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή! Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθανέφυγαν. Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο.

Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στην πορεία μας. — Βαράτε, μωρέ και μας έπνιξαν! φωνάζω. Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, με κερί του Επιταφίου στο χέρι να κυνηγά από τα στράλια τα Τελώνια.

Κύττα την πώς έγεινε η γουστερίτσα! έλεγαν τάλλα τα κορίτσια. Απ' την κακία της κατάντησε έτσι. Θαρρεί πως αυτή είνε κι' άλλη δεν είνε. Εκείνη τη νύχτα είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Ένα κάτασπρο περιστέρι με μια κόκκινη κορδέλλα στο λαιμόκαλή ώρα σαν τα περιστέρια της Βενετιάς που έλεγε ο πατέρας τηςήρθε κ' εκάθησε στο παράθυρό της. Και κάτι βαστούσε στη μυτίτσα του.

Στέκομ' εδώ εμπρός σας, άρρωστος, έρημος, πτωχός και καταφρονημένος. Αλλ' όμως καταμαρτυρώ την δουλοπρέπειάν σας διότι ενωθήκετε με δυο αχρείαις κόραις και κατατρέχετε και σεις και καταπολεμάτε το παραγηρασμένο μου και κάτασπρο κεφάλι Ω! Εντροπή σας ΓΕΛΩΤ. Όποιος έχει σπίτι να σκεπάση το κεφάλι του, έχει καλό σκιάδι.

Ύστερον, εκεί που έτρωγον, το μεσημέρι, διηγείτο ο μάγειρος, ο τσεσμελής εκείνος νεανίσκος, με το άσπρο μανδήλι περί τον ναυτικόν του κούκον, ότι την ώραν οπού έψαλλεν ο Γιωργάκης «Μετά των Άγιων ανάπαυσον» και συνέψαλλον και οι λοιποί, ότε όλοι οι ναύται εκλαίομεν από την συγκίνησινέλεγεν ο τσεσμελήςτότε, την στιγμήν εκείνην, είδεν επάνω προς τον φεγγίτην της πρώρας, από μέσα από τα τζάμια του σπιράγιου «σαν ένα κάτασπρο πράγμα, σαν 'ποκάμισο, σαν σάβανο» οπού ελαφρά-ελαφρά εξεδιπλώνετο κι εξανεμίζετο και κάτι λάμψεις έλαμψαν τότε, σαν της αυγής τα πρώτα ξανοίγματα.

Όχι, όνειρο δεν είταν, όνειρο δεν μπορεί να είταν. Άξαφνα τη βλέπω, σαν που τη βλέπω ακόμη και τώρασαν που τα βλέπω ταναθεματισμένα αφτά τα ντουβάριαβλέπω το κάτασπρό της, τολόχρυσό της το κορμίκαι κείνος, Εκείνος, κοντά της, πλάγι της πλαγιασμένος εκεί απάνω, στην κάμερή της! Ορμώ στην κάμερή της απάνω.

Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου.

Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο, Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο, Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες.... Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα, Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι, Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες, Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη, Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη, Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι, Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.