United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.

Ο Τζατσίντο ξαναπήρε το παιδικό του ύφος, όπως κάποτε, θλιμμένο και τρομαγμένο. «Α, όχι, όχι! Δε θέλω να έρθει!» «Δε θέλεις; Και πώς θα της το απαγορέψεις; Στο κάτω κάτω είναι η αρραβωνιαστικιά σου, υποσχέθηκες πως θα την παντρευτείς.» «Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Αλήθεια δεν είναι ότι δεν μπορώ, Μικέλι; Δεν μπορώ και δε θέλω!

Τότε ο Έφις επανήλθε στον εαυτό του, σαν μέσα στο σπίτι της ψυχής του, και θυμήθηκε γιατί είχε έρθει. «Και όμως, Τζατσίντο, πρέπει να παντρευτείς την Γκριζέντα. Θα έρθει εδώ σε μερικές μέρες∙ μην την διώξεις, μην την χάσεις!» «Μα καλέ μου άνθρωπε! Δεν έχεις αυτιά για ν’ ακούσεις; Σου λέω πως δε μπορώ να την κρατήσω, δε μπορώ να την παντρευτώ.

Ο Έφις άρχισε να τρέμει τόσο δυνατά που το χέρι του επάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χοροπηδά. Τότε ο ντον Πρέντου άρχισε να γελά με εκείνο το άχαρο και όλο κακία γέλιο του αλλοτινών καιρών. «Δεν πιστεύω να θέλεις να την παντρευτείς εσύ! Για σένα έχω τη Στεφάνα, το ξέρεις

Και θα έρθει μια μέρα που θα μου στείλεις ανθρώπους και θα ζητάς να γίνεις δούλα μου.» «Μπα! και ποιόν θα παντρευτείς; Τον Βαρόνο του Κάστρου;» «Θα παντρευτώ ζωντανό εγώ και όχι πεθαμένο.

Πρέπει να πληρώσω το χρέος από τις θείες μου!» «Θα το πληρώσεις με το να την παντρευτείς.» «Τόσα πολλά κληρονόμησεείπε ο Τζατσίντο γελώντας, αλλά ο Έφις τον κοίταζε σοβαρός και επανέλαβε δυο φορές: « Ήρθα να σου μιλήσω γι’ αυτό».