United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΘΕΡΑΠΩΝ Εκείνη μόνο εχάθηκε; Όλοι είμαστε χαμένοι. ΗΡΑΚΛΗΣ Είδα εγώ τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα πως τα μαλλιά σας είχατε κομμένα. Μα εκείνος με έπεισε πως πέθανε κάποιος απ' έξω ξένος. Διά της βίας με εκράτησε στο σπίτι το θλιμμένο, και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε.

Και η άχνα όσο θολώνει τον κάμπο πιο πολύ, σιγά απαλά μου απλώνει και μέσα στην ψυχή, κι ό τι έχω ξεχασμένο στα βάθη του καιρού μου το ξυπνά θλιμμένο και ζωντανό στο νου. Κι ως να είν' το παραθύρι προς τη ζωή ανοιχτό, έχει η ψυχή μου γείρει και κλαίει κάθε σβηστό· κάθε καλό χαμένο, κάθε παλιά χαρά και κάθε μου πνιγμένο στης λήθης τα νερά.

Το όνειρο αυτό σου το πνιγμένο κλαίμε, πράξεις κι ονείρατα ένα στη ζωή· με τον πόθο της το όνομά σου λέμε, είσαι ο βαθύς καημός της μπρος μας συ· και αναπαυμένο ο νους μου δε σε βάνει μες στο θλιμμένο που άραξες λιμάνι. Πνοή σου ήταν το πάλεμα κι η αντάρα, βαθιά χαρά σου το θερμό το φως· ω πως μπορεί και σβει τόση λαχτάρα!

«Κύττα, θα 'πούν, τον γέροντα!... χαρά 'στόν αναιδή!... ορέγεται κι' η μύτη του λουλούδι να μυρίση... συ πρέπει να στολίζεσαι μονάχα με κλαδί, κομμένο από μνήματος θλιμμένο κυπαρίσσι». Πουλώ Αριστοτέλη.. ποιος κουτεντές τον θέλει; Κανείς δεν μ' ηλεκτρίζει συλλογισμός σωρείτης, τώρα με φοβερίζει ποδάγρα και αρθρίτις.

Άλλοι τ' αφράτα μάρμαρα Του κόρφου σου ας παινέσουν, Οπού εις αγύριστους καιρούς Θεούς έπλασε η τέχνη. Άλλοι της Φράγκισας Κυράς Ας περιτραγουδήσουν Την ερωτάρικη ζωή Και το θλιμμένο τέλος. Εγώτους άσπρους κόρφους σου Δε θάν' απλώσω χέρι, Ούτε για ξένες, για παληές Θα γλυκοκλάψω αγάπες.

Ο Τζατσίντο ξαναπήρε το παιδικό του ύφος, όπως κάποτε, θλιμμένο και τρομαγμένο. «Α, όχι, όχι! Δε θέλω να έρθει!» «Δε θέλεις; Και πώς θα της το απαγορέψεις; Στο κάτω κάτω είναι η αρραβωνιαστικιά σου, υποσχέθηκες πως θα την παντρευτείς.» «Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Αλήθεια δεν είναι ότι δεν μπορώ, Μικέλι; Δεν μπορώ και δε θέλω!

Έχει πονοκέφαλο.» «Α, πρέπει να την πείσουμε να βγαίνει, να πάρει λίγο αέρα.» «Αυτό σκέφτομαι κι εγώ, αλλά πού να πάει;» Ο ντον Πρέντου κοίταζε κάτω, προς το ποτάμι. Το πρόσωπό του φαινόταν διαφορετικό, έμοιαζε σχεδόν όμορφο, θλιμμένο και αφηρημένο, όπως εκείνο του ανεψιού του. «Μπορεί να πάει, λέω, κάπου∙ στο Μπάντε Σάλικε, στο κτήμα μου κοντά στη θάλασσα. Υπάρχουν εκεί ακόμη άσπρα σταφύλια…

Ο γιατρός κρατούσε πάντα το κερένιο χεράκι του παιδιού στο χέρι του, το κοίταζε στα μάτια συλλογισμένος, εκείνο φαίνουνταν χλωμό και σβυσμένο πάντα, σα να μην ένιωθε τι του γίνουνταν, ο πατέρας απόμεινε αμίλητος και στενοχωρημένος, οι ταχτικοί του φαρμακείου, κοίταζαν περίεργοι, ο φαρμακοποιός κ' οι βοηθοί του έσκυφταν πάντα στη δουλιά τους, κ' η γριά χωριάτισσα έλεε πάντα: — Από μικρό, που λες, κυρ γιατρέ, στέκουνταν έτσι θλιμμένο, αρρωστιάρικο, μέρα με τη μέρα πάντα μουζάζουνταν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αν και χλωρή 'ναι ακόμα η μνήμη του θανάτου του ποθητού μας αδελφού Αμλέτου, κ' ήταν πρέπον να θλίβεται η καρδιά μας, και ο λαός μας όλος να σκύφτη μ' ένα μέτωπο θλιμμένο, όμωςτην φύσιν τόσον αντιτάχθη ο λόγος, ώστε με θλίψιν γνωστικήν να τον ποθούμε, χωρίς να λησμονούμ' εμείς τον εαυτόν μας.

Χρόνια, ταξείδια και θαλασσοδαρμούς δεν ήξευρε ποιος είχε τα περισσότερα. Και οι απέξω που μας κατευόδωναν δεν ήσαν καθόλου άμαθοι. Χίλιες φορές είδαν τον μισεμό και τον γυρισμό μας. Τα δάκρυα και οι χαρές έχασαν το σύνορό τους σε κάθε ναυτικό μέρος. Τραγούδια και μυρολόγια βρίσκονται αδερφωμένα πάντα όπως το κυπαρίσσι θλιμμένο και η ολόδροση τριανταφυλλιά μέσα στο νεκροταφείο.