United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσκυνούσαν η μπροσθιναίς, προσκυνούσαν και η 'πισιναίς. Έσκυφταν η μπροσθιναίς, έσκυφταν και η 'πισιναίς. Η κυρά-Μανωλάκαινα εκ της ιεράς λειτουργίας ήξευρε μόνον πότε λιβανίζει ο παπάς και πότε βγαγγελίζει. Το λιβάνισμα ησθάνετο εκ του ζωηρού κωδωνίσματος του θυμιατηρίου, το βγαγγέλισμα ήκουεν εκ της γινομένης ησυχίας και απολύτου σιωπής.

Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλόψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους.

Ο γιατρός κρατούσε πάντα το κερένιο χεράκι του παιδιού στο χέρι του, το κοίταζε στα μάτια συλλογισμένος, εκείνο φαίνουνταν χλωμό και σβυσμένο πάντα, σα να μην ένιωθε τι του γίνουνταν, ο πατέρας απόμεινε αμίλητος και στενοχωρημένος, οι ταχτικοί του φαρμακείου, κοίταζαν περίεργοι, ο φαρμακοποιός κ' οι βοηθοί του έσκυφταν πάντα στη δουλιά τους, κ' η γριά χωριάτισσα έλεε πάντα: — Από μικρό, που λες, κυρ γιατρέ, στέκουνταν έτσι θλιμμένο, αρρωστιάρικο, μέρα με τη μέρα πάντα μουζάζουνταν.