United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος. Κάποιο απόγευμα η μεγάλη μπάντα του καραβιού άρχισε να παίζει πίσω στην πρύμη. Ο κυβερνήτης έδινε τσάι στους αξιωματικούς ενός ξένου θωρηκτού, που βρισκόταν αραγμένο εκεί.

Έκαμε δυο βήματα μέσα· στάθηκε πάλε, ξαναπροσκύνησε ταπεινότερα. Έπειτα σα να τον έσπρωξε κανείς ήρθε γοργά, γονάτισε μπροστά στο σοφά και φίλησε το χέρι του Χαγάνου. Εκείνος ορθοκάθισε αμίλητος και φοβερός. Όλη η περηφάνεια κ' η ξυππασιά της φυλής του ζωγραφήθηκαν στο πρόσωπό του. Η ταπεινοσύνη του Θεομίσητου του άρεσε πολύ. — Σήκω, Πέτρο· του είπε με χαμόγελο.

Ας μην οργώσουμε, ας πεθάνουμε μεις, ας πάμε κατά διαόλου μάννα, η γις τ' ανάσκελα είνε, μονάχα το παιδί μου, κυρ γιατρέ, να γλυτώσης, το παιδάκι μου, κυρ γιατρέ!... Και τα μάτια της κοκκίνησαν και δάκρια κυλούσαν στα χλωμά μάγουλά της. Ο άντρας της, στο πλάι της απόμεινε πάντα αμίλητος και πιο στενοχωρημένος.

Είναι η πιστή η σκλάβα της πανώριας Μελέκης, και το μήνυμα είναι πως η πανώρια η Μελέκη δε λαχταρεί μιας νυχτιάς, μόνο ζωής αλάκερης αγάπη· πως στα χέρια του είναι η μοίρα της, κι άλλον τρόπο δεν έχει παρά να τουρκέψη και να την κάμη δική του. Έφυγε η γυναίκα, κ' έμεινε ο Ηλίας αμίλητος. Έμεινε ως τη χαραυγή.

Και ο Βασιληάς Μάρκος θαύμαζε τον αρπιστή που είχεν έλθει από τον τόπο του Λοοννουά, όπου άλλοτε ο Ριβαλάν είχεν οδηγήσει την Μπλανσεφλέρ. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Βασιληάς έμεινε πολλή ώρα αμίλητος. «Παιδί, είπε έπειτα, ευλογημένος νάναι ο δάσκαλος που σε δίδαξε, ευλογημένος και συ από το Θεό. Ο Θεός αγαπάει τους καλούς τραγουδιστές.

Ήτο ο Αντωνέλλος ο αμίλητος, ο αγέλαστος. Τα χέρια του, τα μαλλιά του και τα φρύδια του είχαν υποφέρη αρκετά. Η νέα εκείνη διηγείτο συχνά το ανδραγάθημα του Αντωνέλλου, τον οποίον εθεωρούσε σωτήρα της. Με πραγματικάς λοιπόν προικισμένος αρετάς και χωρίς ελαττώματα, ήτο περιζήτητος γαμβρός.

Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη.

Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα. Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του. Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται.

Πάντα αμίλητος δεν προόδεψεν ούτε μια γραμμή σ' εξυπνάδα και κρίση. Κι' όλο έδειχνε να σκέπτεται και νάχει ομιλία μόνο με τον εαυτό του. Καμιά κίνηση στο σώμα και στο κεφάλι αυτό το άδειο από πνεύμα. Η φωτιά έσβυσεν από κει χωρίς ν' ανάψει. Ο Ρένας ξαναγύρισε πάλι στην πολιτεία και στο φως, γιατί του έκανε πολύ κακό το θέαμα του σκοτεινού κι' ακίνητου αυτού υπαξιωματικού.

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος.