United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αριστόδημος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Είχε μιαν ευαισθησία παράξενη. Όταν άκουε τους σοφούς να θαυμάζουνε τα βιβλία των προγόνων του, γινότανε σαν ζύμη. Κάθε λόγος τους, λες και ήτανε μορφίνη, του σκότιζε το λογικό, του σκλάβωνε τη θέληση. Ήθελε κ' εκείνος να παρακαλέση, ήταν ανυπόμονος ν' ακούση το νέο θησαυρό που ανακάλυψε ο καθηγητής. Μα δεν είχε δύναμη να βγάλη άχνα.

Κάνει μεγάλη εντύπωση κι' όλοι την πλησιάζουνε με θαυμασμό.. Η άχνα που σκορπίζεται άφθονη από την κουζίνα του πληρώματος, λέγεται, φιλαράκο μου, βρώμα. Είναι λαϊκιά, γυναίκα των πέντε δεκαρών. Να πως είναι: Χοντρές παντόφλες, σάρκες μπόσικες σα σακκούλες γιαούρτι· ένα φακιόλι κι' ένα αλατζαδένιο μεσοφούστανο.

Έλα γέρα, πάρε το φλάουτο και φύσα! επρόσθεσε το παιδί, δίνοντάς του με καμώματα το όργανο και γελώντας κάτω από την άχνα του μουστακιού του. Οι άλλοι ξεράθηκαν στα γέλοια. Ο γέρος πέταξε το κουπιά και τινάχτηκε μπροστά στον πάγκο, ίσιος τώρα σαν λαμπάδα, με τα μάτια σπιθόβολα, με το μεγάλο μέτωπο φωτισμένο.

Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.

Ξεπέζευαν σιωπηλοί λες και είχαν μυστική συνάντηση σ’ εκείνο το μακρινό σημείο του κόσμου. Ο Έφις καθόταν με τον τυφλό στην είσοδο της εκκλησίας και του φαινόταν να ονειρεύεται. Εδώ επίσης δεν υπήρχαν άλλοι ζητιάνοι κι εκείνος ένοιωθε έναν αόριστο φόβο όταν οι ισχυροί και υπεροπτικοί άντρες, που από το στόμα και τα ρουθούνια τους έβγαινε μια άχνα ζωής, περνούσαν μπροστά του.

Άπλωσε το μικρό του χέρι και με χάδεψε και παρατήρησα πόσο αδυνάτησε και λίγνεψε. Ενώ έστεκα εκεί σκυμένος απάνω στο παιδί, εννόησα πως όλα αυτά είτανε πραγματικότατα και πως το παιδί μου ζούσε ακόμα. Κρατούσα το χέρι του στα μάτια μου κ' αιστάνθηκα να φεύγη το βάρος από τα στήθη μου κ' η άχνα από τα μάτια μου.

Και η άχνα όσο θολώνει τον κάμπο πιο πολύ, σιγά απαλά μου απλώνει και μέσα στην ψυχή, κι ό τι έχω ξεχασμένο στα βάθη του καιρού μου το ξυπνά θλιμμένο και ζωντανό στο νου. Κι ως να είν' το παραθύρι προς τη ζωή ανοιχτό, έχει η ψυχή μου γείρει και κλαίει κάθε σβηστό· κάθε καλό χαμένο, κάθε παλιά χαρά και κάθε μου πνιγμένο στης λήθης τα νερά.