United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άντρας όμως έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να διώξει τη σκιά εκείνη και παρατηρώντας τις κινήσεις των κόκκινων χεριών που τραβούσαν, δίπλωναν και χτυπούσαν τη λευκή ζύμη, συνέχισε ήρεμα. «Είναι καλό παιδί και η Θεία Πρόνοια θα το βοηθήσει. Πρέπει να προσέξουμε όμως μην το πιάσουν οι πυρετοί της μαλάριας.

Η ντόνα Ρουθ κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο να δικαιολογήσει στον Έφις την αδικαιολόγητη περηφάνια της Νοέμι και, έτοιμη πάντα να ακολουθήσει την γνώμη των άλλων, χάρηκε γι’ αυτό. «Θυμάσαι πόσο υπεροπτικός ήταν ο πατέρας μου;», είπε, χώνοντας μέσα στη χλωμή ζύμη τα κόκκινα χέρια της με τις γαλάζιες φλέβες. «Κι εκείνος έτσι μιλούσε.

Οι ψ ε ύ τ ι κ ο ι Έλληνες, με την ανατροφή αυτή, θα γίνουν Έλληνες α λ η θ ι ν ο ί, ― άνθρωποι, γιατί έχουν τη ζύμη για να γίνουν, μα τους λείπει η ανατροφή. Είχε πρωτοτυπωθεί σε φυλλάδιο ξεχωριστό στην Πόλη, όπου τότε έμενε ο Δραγούμης ως Γραμματέας της Ελλ. Πρεσβείας.

Ο Αριστόδημος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Είχε μιαν ευαισθησία παράξενη. Όταν άκουε τους σοφούς να θαυμάζουνε τα βιβλία των προγόνων του, γινότανε σαν ζύμη. Κάθε λόγος τους, λες και ήτανε μορφίνη, του σκότιζε το λογικό, του σκλάβωνε τη θέληση. Ήθελε κ' εκείνος να παρακαλέση, ήταν ανυπόμονος ν' ακούση το νέο θησαυρό που ανακάλυψε ο καθηγητής. Μα δεν είχε δύναμη να βγάλη άχνα.

Τον ψηλάφισε ολόκληρο, χτύπησε τα δάχτυλά επάνω στην κοιλιά του που ήταν σκληρή σαν τύμπανο, τον γύρισε, τον ξαναγύρισε και έριξε επάνω του το χράμι σαν σε ζύμη που ανεβαίνει. «Το συκώτι μάς κάνει άσχημα αστεία. Πρέπει να πας στο κρεβάτι, Έφις

Διότι, ναι μεν, από χώμα έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, από χώμα βαρύ και υγρόν, αλλ' εστέγνωσεν έπειτα τον πηλόν εις τον ήλιον, και η ζύμη διατηρεί της ζωογόνου ακτίνος την θέρμην. Την νύκτα εκείνην δεν εφιλοσόφουν ούτω. Δεν είχα εισέτι της ζωής την πείραν, τα δε παθήματα ήσαν νωπά.

Αι ελαφραί του πτέρυγες, συνεσταλμέναι περί τους τορευτούς αυτού ώμους, έτρεμον παλλόμεναι υπό της ομαλής του αναπνοής, τα δε τα στήθη του, ροδόλευκα ως προφαίνουσα ηώς και μαλακά ως ζύμη νεαρά, εστίζοντο υπό των διαφανών μαργαριτών του θείου του ιδρώτος. Η Ψυχή όμως, — η απερίσκεπτος και περίεργος Ψυχή δεν επρόφθασε να παρατηρήση μήτε να θαυμάση καθ' έν τα κάλλη του εραστού της.

Και συ, του κόσμου χαλαστή, συ κεραυνέ, καταίβα, κτύπα να κάμης πλακωτήν της γης την στρογγυλάδα, και ράγισε της φύσεως και σπάσ' τα τα καλούπια, ώστε η ζύμη να χυθή και σπόρος να μη μείνη, και άνθρωπος αχάριστος να μη ξαναφυτρώση! ΓΕΛΩΤ. Τι φωνάζεις, παππού να πέση και άλλη βροχή ενώ γυρίζομεν έξω; Πήγαινε καλλίτερα μέσα να ζητήσης να σ' ευλογήσουν οι θυγατέρες σου.