United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους.

Τοιουτοτρόπως ο Βρασίδας επρόφθασε να διατρέξη την Θεσσαλίαν πριν ληφθή μέτρον τι προς παρεμπόδισίν του και έφθασεν εις τον Περδίκκαν και την Χαλκιδικήν. Τα παρόντα δε ατυχήματα των Λακεδαιμονίων συνετέλεσαν, ώστε οι Θράκες να φέρουν έξω ευκολώτερα τον στρατόν τούτον εκ της Πελοποννήσου.

Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της έκλεισε το στόμα. Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων άλλων; Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι προς την πρώτην, και πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν ότι ήτο μόνη.

Αλλ' εν τω μεταξύ και ο Μανώλης είχε δυνηθή να ανασυντάξη το θάρρος του· και έξαφνα, καθ' ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν' αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του. — Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλης το μαχαίρι!

Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν. Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Δεν επρόφθασε να μου απαντήση, ούτε εγώ ν' ακούσω, διότι δεν γνωρίζω πώς ευρέθημεν εντός μεγάλης απόχης, την οποίαν έχουν εις το πρόσθιον μέρος οι τροχιόδρομοι, διά να συλλέγουν, αντί να φονεύουν, τους απροσέκτους διαβάτας.

Ο δε παραίτιος της δευτέρας ταύτης πτώσεως όνος, δυστυχέστερος γενόμενος και αυτού του Αδάμ ουδέ να χωνεύση επρόφθασε τον απηγορευμένον καρπόν, αλλά καταληφθείς υπό φοβερών σπασμών απέδωκεν ευθύς το πονηρόν του πνεύμα.

Περί ενός μόνον λέγεται ότι, ιδών το άνοιγμα του ουρανού, δεν επρόφθασε να εκφράση πλήρη ευχήν. Θέλων να ζητήση χίλια φλουριά ή χίλια εκατομμύρια, μόνον την λέξιν χίλια επρόφθασε να προφέρη. Αλλ' ο ουρανός, παίζων με τας λέξεις, του έδωκεν αντί χιλίων φλουριών τερατώδη χείλια.

Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον. Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην.

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.