United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τη ορμητική ταύτη εφόδω μόλις επρόφθασε να τον ακολουθήση ο Ιωάννης Ξυλικιώτης, όστις και εφονεύθη παρά τω πολιώ αρματωλώ. Μάχη πεισματώδης συνήφθη μετά ταύτα προς κατάκτησιν της κεφαλής του Βλαχοθανάση.

Ο θάνατος επήλθεν τόσον ακαριαίος ώστε δεν επρόφθασε να εξαλείψη το διαστέλλον τα χείλη του μειδίαμα ευδαίμονος αυταρεσκείας.

Ακόμα και ο γυιος του καπετάν Λούσου οπού έπεσε στην θάλασσαν και επρόφθασε να πη μόνον: «Παναγία μου Λημνιά μου» και αυτός ανέκειτο εκεί ασημένιος με ολόχρυσον το πρόσωπον σαν άγιος.

Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρατώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία. Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.

Δεν επρόφθασε να κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο πτωχός, και τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της πατρίδος μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του.

Ο εξώστης και πάντα τα επ' αυτού κατακυλισθέντα κατεποντίσθησαν εντός της βαθείας εις εκείνο το μέρος θαλάσσης. Ο δυστυχής, πεποιθώς εις την στερεότητα του εξώστου, δεν επρόφθασε να σωθή αφυπνιζόμενος. Η καταστροφή επήλθεν ακαριαίως ως εκ της σφοδρότητος της τρικυμίας.

Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι' άκουσε ένα &μπλουμ&! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα». Ο παρεπίδημων ιατρός, κ.

Ο δε βασιλεύς της εδιηγήθη ευθύς, λέγων, πηγαινάμενος εις τον οντάν της γυναικός μου, την ηύρα με έναν που με επαρομοίαζεν· εγώ βλέποντάς τους έβγαλα το σπαθί μου να τους θανατώσω· αλλ' ο άνδρας επρόφθασε και έφυγε.

Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.

Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς τα κόκκαλα.