United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον. Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην.

Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς. — Παναγία μου, να είναι το τελευταίον! Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα.

Εξαγορεύσας δε το όνομα και τα πολλά παθήματα, αφιέρωσε πάντα τον πλούτον εις την μονήν και λαβών του μοναχού το σχήμα, ησύχασεν εν τη ιερά εκείνη ακροπόλει. Νοσήσαντος μετ' ου πολύ χαλεπήν νόσον, κατέρρευσεν εκ μιας η εκ της ηλικίας και των δεινών αγώνων ήδη πολιωθείσα κόμη και μετ' αυτής ο μύσταξ και το γένειον.

Είναι γνωστοί και σήμερα μερικοί στίχοι του εις βάρος του εχθρού του· του έλεγε: «Φορεί βρακιά ως Κάζακος, φαρδιά υπέρ σακκία, «που κρύφτουν λέρες χίλιες δυο και περισσή κακία, «Νυμφοστόλος, νεκροστόλος και κατεργαριά και δόλος». Μετά τον θάνατο όμως του μεγάλου, ησύχασεν ο μικρός, γιατί είχε το στάδιο ελεύθερο.

Ευθύς δ' εγνώρισα την Παλλάδα Αθηνάν, οίαν σοι την περιέγραψα προ μικρού». Ο ομιλητής υπέλαβε κατ' αρχάς ότι ο Πλήθων είχεν ιδεί την Αθηνάν πριν ή αφυπνισθή, αλλ' ύστερον ενόησεν ότι το σχήμα, όπερ μετήλθεν ο διδάσκαλος εις την διήγησίν του, ήτο πρωθύστερον και ούτως ησύχασεν. Ο Πλήθων επανέλαβε: «Μοι ωμίλησε με την λαμπράν φωνήν της.

Μίαν πρωίαν ελθούσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει πολύ άσχημα την νύκτα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβη, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη.

Αφ' ού ησύχασεν ολίγον εις Καρπενήσιον, έγραψεν εις τον Μαυροκορδάτον απολογούμενος τρόπον τινά και ζητών συγχώρησιν Αλλ' επειδή δεν ήτο πλέον επίφοβος και επειδή επέμενον πολλά όλοι οι εναντίοι του και προ πάντων ο Τσιώγκας και Ράγκος, οι οποίοι δι' αλλεπαλλήλων γραμμάτων εβίαζον τον Μαυροκορδάτον όχι μόνον να μην του δώση την συγχώρησιν, αλλά μάλιστα και να τον κατατρέξη όσον το δυνατόν σκληρότερα, εστάθη αδύνατον να επιτύχη την συγχώρησιν.

Αλλ' ενθυμούμαι ακόμη μετά φρίκης, ότι τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα προς ενθάρρυνσιν. Τόσον πολύς ήτον ο προς τον δυστυχή οίκτος μου! Όταν ησύχασεν ολίγον, ανέπνευσεν εκ βάθους και: — Τώρα πια ετελείωσεν! είπε. Τώρα θα ησυχάσω! — Και εξεστόμισεν άσεμνον βλασφημίαν κατά τινος τρίτου, μόνον δι' υβριστικού επιθέτου ονομάσας αυτόν.