United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο μεγαλόσωμος γυνή, έχουσα δύο υπερμεγέθεις μαστούς κρεμαμένους έξω της τραχηλιάς, και ποτέ δεν κατώρθωσε να τους συμμαζεύση εις το περιστήθιόν της. Ήτο πελιδνή, λημώσα τους οφθαλμούς, αδρανής και άτονος. Ότε είδε την νέαν εισερχομένην, — Τι θέλεις; τη είπε. — Κυρά, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά, να χαρής το στέφανόν σου και τα παιδιά σου, μίαν χάριν ήλθα να σου ζητήσω. — Τι χάριν; είπεν η χωρική.

Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς. — Παναγία μου, να είναι το τελευταίον! Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα.

Αι οικίαι των ήσαν τόσον ωραίαι! . . . Σήμερον χρειάζονται άλλα θύματα. Θα έλθη και η σειρά των. — Άναξ, δος μοι στρατιώτας διά να με φυλάττουν, είπεν ικετευτικώς ο Χίλων. — Ο Τιγγελίνος θα φροντίση δι' αυτό. — Θα κατοικήσης πλησίον μου, είπεν ο αρχηγός. Το πρόσωπον του Χίλωνος έλαμπεν εκ χαράς. — Θα σας τους παραδώσω όλους! Μόνον σπεύσατε! έκραξε με βραχνιασμένην φωνήν. Σπεύσατε!

Και όμως αισθάνεται όλους τους πόνους, όλας τας αγωνίας του τοκετού· βάλλει εν γνώσει το σπαραξικάρδιον εκείνο μπεεε! περιστρέφει ανησύχως, ικετευτικώς το βλέμμα της, αναζητούσα ματαίως άλλο βλέμμα, από του οποίου ν' αρυσθή το θάρρος και την αφοσίωσιν! Ούτως εσκέπτετο η Γαλανή· ηγάπα τας κατσίκας της ως τον εαυτόν της, ως θα ηγάπα τα παιδιά της αν είχε. Και διά τούτο περί όλων είχε φροντίσει.

Σωστά, γίνεται και τούτο, είπεν η Σιξτίνα. Αλλ' όμως, αφού εγώ σ' ενθυμούμαι από την Ρόδον. — Λοιπόν ειπέτε μοι τούτο, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά. Αφού μ' εγνωρίσατε, διηγηθήτέ μοι· ίσως ενθυμηθώ κεγώ. — Μη βιάζεσαι, απήντησεν η Σιξτίνα. Ειπέ μοι ακόμη, δεν ενθυμείσαι τίποτε πλειότερον, απ' αυτά που μοι είπες; — Τι άλλο; — Προτού να σε πάρουν οι Γύφτοι ψυχοκόρην.

Ανήγγελλε π. χ. ο Κομποδήμος, ικετευτικώς μεταβάλλων την ποιμενικήν φωνήν του, ότι τα πράμματα έφαγαν ένα θήλιασμα ελαίας. Αλλά το θήλιασμα τούτο το φαγωμένον παρουσίαζεν ο πονηρός ποιμήν φορτωμένον με μίαν μεγάλην- μεγάλην τσαντίλαν, επιφέρων: — Ξέκοψε μια παληόιδα, κολλήγα, δεν την είδα.

Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς. Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.

Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·