United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης η νυκτερινή αύρα απεμάκρυνε τον καπνόν, απεκάλυψε κεφαλήν γέροντος με ψαρόν γένειον. Εις την θέαν ταύτην, ο Χίλων συνεταράχθη και συνεσφίχθη ως όφις πληγείς, και από το στόμα του έφυγε κραυγή ομοία μάλλον προς κρωγμόν κόρακος ή με φωνήν ανθρωπίνην. — Ο Γλαύκος! ο Γλαύκος! Από του ύψους του καιομένου πασσάλου, ο ιατρός Γλαύκος προσέβλεπε.

Εκείνος δε πάλιν ο ενθυμούμενος την στιγμήν κατά την οποίαν ο άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν ότι έβλεπε διάβροχον τον ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα. Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Μετά πολλής δυσκολίας ανεγνώρισα τον σκιατραφή και φραγκοφορεμένον τούτον Τούρκον, διότι ο ήλιος της επαρχίας ενώ απεχρωμάτισεν επιλευκάνας τας κυριωτέρας επιφανείας της ενδυμασίας του, είχε μαυρίσει την λευκήν αυτού μορφήν, ούτως, ώστε δεν έβλεπες πού ετελείωνον αι παρειαί και πού ήρχιζε το βαθύχρουν κ' επιμελώς περικεκαρμένον αυτού γένειον.

Ήρχετο από το καλύβι κ' επήγαινεν εις το μανδρί του. Υψηλός, μελαψός, ισχνός, ευρύστερνος, την κόμην και το γένειον με χρώμα αχύρου καψαλισμένου, κρατών την ράβδον του την κυρτήν, υψηλήν ίσα με το μπόι του, εστάθη ενώπιον της Φραγκογιαννούς. Ο άνθρωπος εφαίνετο να ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψιν και αδημονίαν.

Ώστε η δύναμις, η ευκινησία και το κάλλος και όλα του σώματος τα χαρίσματα με απεχαιρέτισαν διά παντός και αν ο Έρως σου, ω Τήιε ποιητά , προκύψη και ίδη το υπόλευκόν μου γένειον και τανύσας τας χρυσάς του πτέρυγας απομακρυνθή, δεν θα στενοχωρηθώ.

Ο νεαρός εξάδελφος, τον οποίον είχον συμπαραλάβει μαζί των, ήτο από κεφαλής μέχρι ποδών λευκά ενδεδυμένος, είχε χρυσόξανθα μαλλιά και χρυσόξανθον γένειον, τόσον μεγάλον, ώστε ημπορούσε να το μοιράση εις τρεις τζέντελμαν· αυτός έδειξεν αμέσως, εις την Μπαμπέτταν μεγάλην περιποίησιν.

Ότε πρωί πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον, σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και αγαλλίασιν.

Παρουσιάσθη με έν τόξον επ' ώμου και με μίαν μάστιγα εις την χείρα. Σειρίτια πολύχρωμα περιέσφιγγον τας στρεβλωμένας κνήμας του. Οι χονδροί του βραχίονες εξείχον από τον χιτώνα του είς δε σκούφος εκ μηλωτής εσκίαζε το πρόσωπόν του, του οποίου το γένειον εστρέφετο εις κρίκους. Κατ' αρχάς προσεποιείτο ότι δεν ηννόει τον διερμηνέα.

Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη, νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Ήτο υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον μελαμψόν, με αδρούς χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας.