United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας χωριάτης κοντακιανός, χλωμός και κατακίτρινος κι αυτός, σέρνοντας τα τρύπια τσαρούχια του, χωρίς σκάλτσες, με τα φαρδειά λερά και μισοφαγωμένα βρακιά του, χυτά κάτω απ' τη λερή φουστανέλλα του, με την καταξεσχισμένη μικρή μαύρη σκούφια του απάνω στ' άφθονα μαλλιά του, που κυμάτιζαν άγρια, και δένουνταν σ' άγριο ασπρόμαυρο κύμα με τα ψαρά γένεια του και τα μουστάκια του, σύρθηκε κι αυτός στο πλάι της γυναίκας του, αμίλητος, φοβισμένος, στενοχωρημένος που βρίσκουνταν σε τόσο κόσμο.

Όταν ένας άνθρωπος έχη ανήσυχα πόδια, του φορούν ξύλινα βρακιά. ΛΗΡ Ποιος είν' αυτός 'πού 'ξέχασε ότ' είσαι ιδικός μου και σ' έβαλετον φάλαγγα; ΚΕΝΤ Ήτον αυτός κ' εκείνη, και ο γαμβρός κ' η κόρη σου. ΛΗΡ Όχι! ΚΕΝΤ Ναι! ΛΗΡ Όχι, λέγω! ΚΕΝΤ Ναι, λέγω. ΛΗΡ Δεν θα τώκαμναν! ΚΕΝΤ Το έκαμαν, σου λέγω. ΛΗΡ Ω! Μα τον Δία! ΚΕΝΤ Ναι, ναι, λέγω, μα την Ήραν! ΛΗΡ Δεν γίνεται! Δεν ημπορούν!

Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε; — Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόνησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε. Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθησαν στην άμμο με την πλώρη. Ο Γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα.

Είναι γνωστοί και σήμερα μερικοί στίχοι του εις βάρος του εχθρού του· του έλεγε: «Φορεί βρακιά ως Κάζακος, φαρδιά υπέρ σακκία, «που κρύφτουν λέρες χίλιες δυο και περισσή κακία, «Νυμφοστόλος, νεκροστόλος και κατεργαριά και δόλος». Μετά τον θάνατο όμως του μεγάλου, ησύχασεν ο μικρός, γιατί είχε το στάδιο ελεύθερο.

Η χρονιά εφέτος είναι των τρελλών έγιναν οι φρόνιμοι κουτοί, και κανείς δεν ξεύρει τι χορόν κρατεί, και σου κάμνουν όλοι άλλα των αλλών. ΛΗΡ Από πότε έγινες τόσον του τραγουδιού, κύριε; ΓΕΛΩΤ. Από τον καιρόν όπου οι θυγατέρες σου έγιναν μητέρες σου παππού. Διότι από τότε οπού έβαλες εις τα χέρια των το ξύλο και συ κατέβασες τα βρακιά σου, από τότε.

'Μπορείς σκουλήκι ενταυτώ και πεταλούδα νάσαι κι' από το σάλιο σου να 'βγή μεταξωτή λουρίδα, ή, όπερ σπουδαιότερον, 'μπορείς ν' αποκοιμάσαι μ' ένα ποδάρι κρεμαστός καθώς την νυκτερίδα; 'Μπορείς να ζης χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα, ή τρία καν πηδήματα να κάνης σαν ζαρκάδι; 'μπορεί από τα σπλάγχνα σου να έβγη καμμιά κόλλα, χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;

Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός ετραβούσε τα μακριά του τα γένεια, πιστεύοντας πως ετραβούσε τη σκότα του παπαφίγγου. Ο Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης ελούφαξε πίσω από τον αργάτη λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμεναν ήσυχοι.

Κοντά εις την ιδικήν σου η Διδώ ήτο μία χήνα, η Κλεοπάτρα μία γύφτισσα, η Ελένη και η Ηρώ πατσαβούραι, η Θίσβη μία ανάλατη γαλα- νομμάτα. Signor Ρωμαίε, bonjour. Ιδού γαλλικός χαιρετισμός διά τα γαλλικά σου βρακιά. — Καλά μας την έπαιξες χθες. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλή σας ημέρα και τους δύο. — Τι σας έπαιξα; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μας εξέφυγες, Κύριε· μας εξέφυγες.