United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Σε προσκαλώ για ξένο μου σε φιλικό τραπέζι στο σπίτι μου, θάρθης μαζύ μ' εμένα στην Αθήνα, τάχα σαν νάσαι θεατής, κι όχι παιδί δικό μου• γιατί δεν θέλω, ευτυχής εγώ, τη σύζυγό μου, που είν ως τώρα άτεκνη, σε λύπες να την ρίξω. Κι' όταν περάση ο καιρός, θα σε παρουσιάσωαυτήν, όπου της χώρας μου το σκήπτρο θα σου δώσω.

Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα, Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη, 'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης, Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΤΡΙΝΚ. Από την ώρα που σας άφησα αρτύσθηκα τόσο καλά, που την μύγα δεν την έχω χρεία. ΣΕΒΑΣΤ. Ε, Στέφανε! ΣΤΕΦΑΝ. Α! μη με 'γγίξης· δεν είμαι Στέφανος, μόνο πατόκορφα ένα μούδιασμα. ΠΡΟΣΠ. Ήθελες νάσαι βασιλέας του νησιού, κατέργαρε; ΣΤΕΦΑΝ. Θελάμουνα βέβαια ένας πικρός βασιλέας. ΠΡΟΣΠ. Στραβός είναι στα ήθη του καθώς εις τη μορφή του.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κι' ένας γέρος, σαν κ' εμένα, με γρηές πώς θα μπορέση, όπου και προτού ακόμη της ζυγώση, θα του πέση; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Δεν θα κάνουν αντιστάσεις. ΒΛΕΠΥΡΟΣ γιατί πράμα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μη φοβάσαι, και καμμιάς δεν θα ξυνίση, βέβαιος για τούτο νάσαι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ γιατί πράμα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Νά, που είπες πως μπορεί να μη θελήση• να, που και για σας ευρέθη του ζητήματος η λύσι.

Είτα επρόφερε: — Να με σχωρέσης! — Σχωρεμένη και βλοημένη νάσαι, είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα. Θα στείλω μαστόρους να το μερεμετίσουν, ό,τι χρειάζεται, σήμερα. Και σε περικαλώ, όσο μπορείς, να τάχης καλά με την Κουμπίνα. — Εγώ θα τάχω καλά με την νέαν Κουμπίνα, όπως τα είχα και με την Λελούδα, απήντησεν η απλή ψυχή.

Στην καρδιά μου τον έχω, που λες. Μα να τόνε γνωρίσης σαν έρθης. Θαφήσης το θάμα σου, να σε χαρώ. Όχι πως τον αγαπώ. Την έχει μέσα του την καλοσύνη ο Καπτάν-Μιχάλης. Μαζί του νάσαι, χίλιες καρδιές αλλάζεις. Κομάτι μάλαμα, μα το ναι. ... Αποβραδίς είχαμε πη, να βγούμε με την καθετή σύνταχα. Ως που να ζεστάνη καλά, όσο νάχη, μια τηγανιά καλή πάντα θα την πάρουμε, ελόγιαζε ο Καπτάν-Μιχάλης.

Εμείς δε σε θέλαμε να γενής βοσκός, μοναχός σου γείνηκες, είπε και ο Σαϊτονικολής. Κιά θες εσύ ένα νάσαι κοντά μας, εμείς το θέμε χίλια, παιδί μου. Η οικογένεια ολόκληρος εώρτασε την εσπέραν εκείνην.

Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα! — Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου. Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε. Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν: — Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον για να πάρουμε την εκλογή.