United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διόρθωνε κανένα τράφο, πούχε χαλάσει, λευτέρωνε δέντρα από παρακλάδια ή ξεράδια, καθάριζε το χωράφι από πέτρες ή ξεχόρτιζε και κουβαλούσε το βράδυ στο σπίτι χόρτα για τα ζώα του ή ξύλα.

Εις εκείνα τα μέρη, όταν την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν», και την «ενεκροβλόγησαν» κατά την συνήθη φρασεολογίον της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμη και την προίκα της. Το σπίτι, το Κάστρο το έρημο, και το χωράφι στο Μποστάνι, στον απάτητον κρημνόν.

Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.

Το χωράφι του παππού ήτο φραγμένον πέρα και πέρα επάνω εις την ρεματιών όλον με καλαμιές, και η Φωτεινή γρήγορα έμαθε να πλέκει καλάθια ωραιότατα με πολύ λεπτά κλαδάκια λυγαριάς και με καλάμια. Προσεκτική, καθώς ήτο, κατόρθωσε μάλιστα με τα επιτήδειά της χεράκια να πλέξη καλάθια πολύ μικρά με ξεχωριστήν λεπτότητα και τέχνην.

Κι όπως στολίδ' είνε της γης ταθέριστο χωράφι, στολίδι του περιβολιού τωλόρθο κυπαρίσσι, στολίδι στο άρμα η ώμορφη θεσσαλική φοράδα, έτσι στη Λακεδαίμονα στολίδι είν' η Ελένη.

Ομοίως, κ' «ένα πινάκι χωράφι», έν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του· οι δε άλλοι γείτονες έλεγον ότι και τα δύο χωράφια, διά τα οποία εμάλωναν οι δύο, ήσαν καταπατημένα, και ήσαν «καλογερικά», ανήκοντα εις μίαν διαλυθείσαν Μονήν. Τοιαύτην προίκα έδωκεν ο γέρο-Σταθαρός εις την θυγατέρα του. Άλλως αύτη ήτο μοναχοκόρη.

Μ’ απ’ τις ανόητες νικημένος ηδονές το θάνατον εγέννησε στον εαυτό του, Οιδίποδα τον πατροκτόνο, που ετόλμησε στο αγνό χωράφι να σπείρη, της μητρός που ετράφη, μια φύτρα στο αίμα βουτημένη· κ’ η Αβουλία τους νύμφιους έσμιξε τους ξώφρενους σ’ ένα κρεββάτι.

Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια.

Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά, ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης.

Ανοίγουμε τις εφημερίδες, και διαβάζουμε δίχως κόπο τις ατιμιές, τις κλεψιές, τις μαχαιριές, ή και τις γυναικοδουλειές που ολομερίς μας δηγούνται, και κάθε λίγο προσκαλούν την Κυβέρνηση να τους δώση λόγο. Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η δουλειά μας. Ό,τι σπάρθηκε το έρμο μας το χωράφι!