United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι, Που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λυόνουνε τα χιόνια, Για να ζωθούμε τάρματα και τα χρυσά τσαπράζια, Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια! Μέσ' 'ςτήν ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι, Νάχουμε τάστρα τ' ουρανού τ' αποβραδύς κουβέντα. Κ' ημάς το γλυκοχάραγμα να πρωτοχαιρετίζη. Ημάς ο ήλιος την αυγή 'σάν κρούη να πρωτοβλέπη.

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Ο Γάκης ο Γκιτρίμης έλεγε να περάσουμε αποβραδύς και τα Χαλάσματα, για να μη βρούμε το δρόμο χαλασμένο την αυγή. Μα νύχτα πάλι πώς να περάσουμε τα Χαλάσματα, που κινδυνεύαμε χωρίς άλλο να χαθούμε; Ύστερα ο Γιάννης ο Ρόκας από το χωριό κι ο Δήμος ο Αλοίμονος από το Παλιοχώρι, πούχαν πάρει τη χρονιά εκείνη το δρόμο, θάβγαιναν την άλλη μέρα με τους αργάτες και με τα σύνεργά τους και θα τον έφτιαναν.

Όμως όσοι περπατούν μέσα στο έπος, το δράμα ή τη ρομάντσα βλέπουν όσο περνούν οι κοπιαστικοί μήνες να μεγαλώνουν και να σβύνουν τα νέα φεγγάρια και παρατηρούν τη νύκτα αποβραδύς ίσαμε το χάραμμα του πρωινού αστεριού και μπορούν να σημειώνουν από την ανατολή του ηλίου ίσαμε το ηλιοβασίλεμμα την ήμερα, που ολοένα μεταμορφώνεται μ' όλο το μάλαμα και μ' όλες τις σκιές της.

Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.

Τ' απόσπερνο κι' αποβραδύς, που βασιλεύει ο ήλιος, Και με τα δυο καματερά γυρνάει ο ζευγολάτης Απ' τ' όργωμά τουτο χωριό, τέτοια τραγούδια λέγει. Ο αγωγιάτης, τες ερμιές, τα δάση που διαβαίνει, τον σάλαγον, οπού χτυπά τα φορτωμένα ζα του, Για να περνάη το μάκρεμα, τέτοια τραγούδια λέγει.

Χτενίζεσαι τέτοια ώρα; την ρώτησε. — Λούστηκα αποβραδύς και συμμαζεύω τα μαλλιά μου, είπε πάλι με μουδιασμένη φωνή η Αννίτσα. Η ψυχομάννα της την καλονύχτησε και πήγε να κοιμηθή. Θαρρούσε πως άκουγε ακόμα μέσα σταυτιά της το γέλιο του παπά. «Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σουΑλήθεια. Ήτανε καιρός πια να τη βγάλη.

Ο Γάκης ο Γκιτρίμης έλεγε να περάσουμε αποβραδύς και τα Χαλάσματα, για να μη βρούμε το δρόμο χαλασμένο την αυγή. Μα νύχτα πάλι πώς να περάσουμε τα Χαλάσματα, που κινδυνεύαμε χωρίς άλλο να χαθούμε; Ύστερα ο Γιάννης ο Ροκάς από το χωριό κι ο Δήμος ο Αλοίμονος από το Παλιοχώρι, πούχαν πάρει τη χρονιά εκείνη το δρόμο, θάβγαιναν την άλλη μέρα με τους αργάτες και με τα σύνεργά τους και θα τον έφτιαναν.