United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πολύχρονη σκλαβιά άφησε απάνω του θλιβερή, άγγιχτη σφραγίδα. Ελευθερώθηκε η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και προτήτερα.

Το πράσινο χορτάρι, οι τριανταφυλλιές κ' οι μηλιές, το πουλί που πηδά και κάμνει σκαλοπάτι το κλαδί, ο ήλιος και το καλοκαίρι, αφτά μου αρέσουν κι αφτά ξέρω τώρα. Αφτά μου έμαθαν τι είναι η ζωή· αφτά είναι η ζωή· η ζωή μου είταν αφτά. Μου θυμίζουν τα παλιά τα χρόνια και για τούτο ταγαπώ. Αφτά μου απόμειναν κι άλλο τίποτις δεν έχω. Σα νάδειασε ο κόσμος με μιας.

Όταν συνήρθανε λιγάκι, άκουσα τη γυναίκα του χειρούργου να λέη στον άντρα της: — Γιατί, καλέ μου, σου κατέβηκε να κάνης ανατομία σ' έναν αιρετικό; δεν ξέρεις, πως ο διάβολος κατοικεί πάντα μέσα στο σώμα αυτών των ανθρώπων; Πάω γρήγορα να φωνάξω έναν παπά να τον ξορκίση. Μ' έπιασε τρεμούλα, σαν άκουσα αυτήν την απόφαση κ' έμασα τις λίγες δυνάμεις, που μ απόμειναν, για να φωνάξω: — Λυπηθήτε με!

Εδώ είνε ο κυρ γιατρός; μουρμούρισε απόξω μια κλαψιάρικη γυναικεία φωνή. Εκεί απάνω οι ταχτικοί του φαρμακείου απόμειναν βουβοί.

Και ζηλεφτά θα λάβει κανίσκια· τι όσοι ορίζουνε αρχόντοι στα καράβια, όλοι από προβατίνα μια με τ' άσπρο της μαννάρι 215 θάν του χαρίσουνσαν κι' αφτή δε βρίσκεται άλλο χτήμακαι πάντα, όπου ξεφάντωμα κι' όπου τραπέζι, θάναιΈτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν χωρίς να βγάλουν λέξη.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος, και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαντην ανδρεία αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· 245 και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη. καιόλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας τα χέρια τ' απλησίασταολίγο θα κρατήση· του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη, και μόνον κείνοι απόμειναντης θύρας το κατώφλι· 250 όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια· οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα· άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν».

Το απόγεμα επούλησα με το ζύγι το ολίγο μας ασημικό, ξεχρώστησα τον ξενοδόχο κ' επήγαμε να καθίσωμε σ' ένα χαρβαλωμένο καλύβι που νοίκιασα δεκαπέντε δραχμές το μήνα κοντά εις το Αστεροσκοπείο. Μας απόμειναν οι τριάντα σιδηρόδρομοι. Μα αυτούς είχαμε κάμη τάξιμον να μη τους αγγίξωμεν, να τους φυλάγαμε για προίκα των κορών μας.

Πόρτες ανοιγοκλείστηκαν παράθυρα μανταλώθηκαν πηδήματα στους κήπους, στις καλαμιές ακούστηκαν, όσοι τόχαν να φύγουν τόστριψαν κ' οι άλλοι αρσενικοί και θηλυκοί απόμειναν στη θέση τους με κρυφό καρδιοχτύπι, κάμνοντας πως δεν έβλεπαν τάχα τον υπενωμοτάρχη και τους χωροφύλακας, κοιτάζοντας αλλού, φωνάζοντας θαρρευτά αναμεταξί τους.

Μα ο γερο-Φοίνικας εκεί κοιμήθηκε, όπως τούπε, 690 κι' έτσι θα πάει κι' αφτός μαζί στην ποθητή πατρίδα άβριο, αν το θέλει· στανικά δε θέλει ναν τον πάρειΈτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν σαν αποσβολωμένοι, δίχως να κραίνουν· τι πολύ σφιχτά τους τόπε τ' όχι.